πατρίδας και την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, αλλά που σήμερα οι θυσίες τους παραμένουν άγνωστες. Μια τέτοια περίπτωση είναι της Δόμνας Βισβίζη από τη Θράκη.
Γεννήθηκε στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης το 1783 και καταγόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας της ήταν μεγαλοκτηματίας της περιοχής. Το 1808, σε ηλικία 25 χρονών, παντρεύτηκε τον εφοπλιστή Αντώνιο Βισβίζη και απέκτησαν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Ο σύζυγός της μυήθηκε νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και διέθεσε όλες του τις δυνάμεις για την προετοιμασία της Επανάστασης. Τον Φεβρουάριο του 1821 πρόσφερε στις υπηρεσίες του Έθνους, το καλύτερό του καράβι, την «Καλομοίρα» που ήταν εξοπλισμένο με 14 κανόνια και είχε πλήρωμα 140 ναύτες. Με το πλοίο αυτό, πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες στο Αιγαίο και βοήθησε επιχειρήσεις του Υψηλάντη, του Ανδρούτσου και του Νικηταρά στη Στερεά Ελλάδα στην προσπάθεια να εμποδιστεί η κάθοδος του Δράμαλη στην Πελοπόννησο.
Σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, ο Αντώνης Βισβίζης είχε μαζί του στο καράβι τη Δόμνα και τα πέντε παιδιά τους. Στις 21 Ιουλίου 1822, κατά την πολιορκία της Εύβοιας, ο σύζυγός της σκοτώθηκε και τη διοίκηση του καραβιού ανέλαβε η Δόμνα, που είχε πλέον αποκτήσει αξιόλογη ναυτική εμπειρία. Με το καράβι, που μετονομάστηκε σε «Δόμνα» συνέχισε τις ναυμαχίες στο Αιγαίο και σύντομα έγινε ο φόβος των Τούρκων. Αξίζει να τονιστεί ότι τα έξοδα για τη συντήρηση του πλοίου καλυπτόταν όχι από κρατικά έσοδα, αλλά αποκλειστικά από την προσωπική της περιουσία. Πούλησε όλα της τα κοσμήματα και το 1824, όταν πλέον το καράβι δεν ήταν αξιόμαχο, το δώρισε στους Υδραίους που το χρησιμοποίησαν ως πυρπολικό. Με αυτό το καράβι ο Πιπίνος ανατίναξε την τουρκική φρεγάτα «Χανζέ Γκεμίστ».
Αρχικά η προσφορά της αναγνωρίστηκε από όλους τους. Όμως στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε στη μοίρα της και περιφερόταν πάμφτωχη, μαζί με τα παιδιά της. Πήγε στη Μύκονο και αργότερα στην Ύδρα και στο Ναύπλιο.
Στις εκκλήσεις της για βοήθεια για να σώσει την οικογένειά της, αντιμετώπισε αδιαφορία και άρνηση.
Της δόθηκε μόνο μια σύνταξη, τριάντα δραχμές τον μήνα, που φυσικά δεν έφτανε για να καλύψει τα έξοδα συντήρησης, ενώ το 1826 έχασε το ένα από τα παιδιά της. Όπως έγραψε η ίδια: «Κλαίω, ευσπλαχνίαν δεν ευρίσκω ουδεμίαν. …Ώτα ανεωγμένα δεν βλέπω. Πώς άλλως να εκφράσω τον πόνο μου;»
Αξίζει να παραθέσουμε μέρος από την επιστολή που έστειλε στον Καποδίστρια το 1829 και δείχνει την τραγική της κατάσταση: «Γνωρίζω ότι φαίνομαι όχι μόνον οχληρά και βαρετή, αλλά και τολμηρά. Ανάγκη όμως μεγίστη με αναγκάζει και μάλλον με βιάζει. Κατ’ ανάγκη λιμού, λιμοκτονίας και άκρας πτωχείας κατήντησα κλινήρης εις τόπον ξένον, μακράν των δυστύχων μου ορφανών και ανηλίκων. Δεν είμαι εις κατάστασιν να επιστρέψω εις αυτά, επειδή έμεινα έρημος. Και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενη, κινδυνεύομεν να αποθάνομεν από την πείνα… Ο πατήρ των ανηλίκων ορφανών μου εθυσίασε και ζωήν και κατάστασιν υπέρ του Έθνους, τα παιδιά μου λιμοκτονούν, πεθαίνουν από την πείναν. Το Έθνος δεν ευσπλαχνίζεται;…».
Έζησε για χρόνια στην Ερμούπολη της Σύρου και τα τελευταία της χρόνια στον Πειραιά. Πέθανε το 1850. Αξιώθηκε λίγο πριν τον θάνατό της να δει τον γιο της Θεμιστοκλή να προοδεύει, καθώς το φιλελληνικό κομιτάτο του Παρισιού τον κάλεσε στο Παρίσι για να σπουδάσει. Όταν μετά από χρόνια επέστρεψε στην Ελλάδα, ο Θεμιστοκλής διορίστηκε ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών και κατά τα έτη 1845-1876 ήταν διοικητής του νησιού της Νάξου.
Αυτή είναι η ένδοξη, αλλά και τραγική ιστορία της Δόμνα Βισβίζη, που έδωσε τα πάντα για την Πατρίδα και που δυστυχώς το όνομά της παραμένει άγνωστο στους περισσότερους σημερινούς Έλληνες. Βιβλιογραφία:
1. Ευθυμιάδης Απόστολος, «Η Συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους (από το 1361 μέχρι το 1920)», Αλεξανδρούπολη, 2005.
2. Θρακικά, τόμος 27ος, Γ’ παράρτημα.
3. Θρακικά, τόμος 2ος, Μυστακίδης Β.