Αναλογίζομαι, πολλές φορές επίμονα, με πεθυμιά ανείπωτη, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, την πολυαγαπημένη. Την πατριδομάνα, τη γενέτειρα της ζωής μου, άλλα και το πανέμορφο θέρετρο των περιχώρων του Νομού μας, την ξακουστή, ιστορική Ραψάνη, με τα 750 πετρόχτιστα παμπάλαια σπίτια της, σκαρφαλωμένα στους πρόποδες και τις πλαγιές του θεϊκού βουνού, τον Όλυμπο.
Εκεί όπου πρωτογνώρισα, που πρωτοείδα και πρωτογεύτηκα τη φύση της ζωής, να αγκαλιάζει, την ίδια μου την ύπαρξη, να μ’ εδραιώνει στον κόσμο τον σημερινό.
Αναλογίζομαι και θυμάμαι, μέσα από τις μνήμες μου, μιαν άλλη ανεπανάληπτη πρωτόγνωρη εποχή της δεκαετίας του ’50, σε μία κωμόπολη που έσφυζε από ζωή και οργασμό βουνίσιο, με τις 4.000 ψυχές περίπου, και μόνιμους κατοίκους, εργαζόμενους κι απασχολούμενους, κυρίως με τη γεωργικοκτηνοτροφία και την αμπελοκαλλιέργεια, με πολύ κόπο και μεράκι για τον βιοπορισμό.
Θυμάμαι ένα χωριό πολύδεντρο, κατάλευκο, μ’ ασβέστη ασπρισμένο, με σπίτια αράδα κολλητά, πυκνοκατοικημένο, με τα περίφημα στενά και γραφικά σοκάκια, μ’ αυτά τα πολυσύνθετα ωραία καλντερίμια, τα δροσερά τρεχούμενα, τα γάργαρα πηγαία νερά του, από τις γειτνιάζουσες αστείρευτες και ξακουστές πηγές, της μάνας, του ίσβορου και του συμποτού.
Τα βαθύσκιωτα αιωνόβια πλατάνια, στην πλακόστρωτη κεντρική πλατεία του χωριού και το «επώνυμο» δέντρο, καραγάτσι, στον Άγιο Αθανάσιο, του Μήτια Καραγάτσι το ψευδώνυμο.
Θυμάμαι και φαντάζομαι, το δίπατο πετρόχτιστο Δημοτικό Σκολειό, με τα 360 ζωηρά παιδόπουλα, θρεφτάρια, σκολιαρούδια, και τους περισπούδαστους δασκάλους και δασκάλες, πού μάθαιναν πραγματικά τα μαθητούδια γράμματα πολλά.
Μέρες και χρόνια παιδικά θυμάμαι κι αναφέρω, που γράφτηκαν και έμειναν στη μνήμη μου ως τώρα. Σε ένα σπίτι δίπατο τετρακοσίων χρόνων, απ’ τον παππού και τη γιαγιά, τον άγνωστο προπάππο.
Στ’ ανώγια δύο κάμαρες που μέναμε οι οικείοι, και στα κατώγια άλλες δύο μεγάλες αποθήκες, η μια γεμάτη με κρασιά στα δρύινα βαένια κι η άλλη δημητριακά με τάξη στοιβαγμένα, με το φαρδύ πλακόστρωτο του τούρκικου χαγιάτι, και μια μικρή στενάχωρη μαγειρική κουζίνα, ένα μπαλκόνι στο γιαλό, γεμάτο με λουλούδια, μολόχες, δεντρολίβανα, γαριφαλιές και ρόδα, με πρώτους και καλύτερους τους μοσκομυρωδάτους, εκείνους τους βασιλικούς - με όνομα και πράμα - που γέμιζαν τη γειτονιά, το μαχαλά με μόσχο, με τ’ άρωμά τους το γλυκό, που μέθαγαν τον κόσμο.
Βασιλικοί πλατύφυλλοι και καλοφουντωμένοι, που κάνανε συνδυασμούς με τ’ άγρια του κήπου (μπαχτσέ να πω καλύτερα - στη γλώσσα των συγχωριανών) όπως καλά τη νιώθω, λουλούδια αγριολούλουδα και τα ζαρζαβατικά του, που είχε τότε ο μπαχτσές, κάτω απ’ το μπαλκόνι, και πλάι, δίπλα στην πλαγιαστή αυλή, εκεί στ’ αραξοβόλι, που γύρω - γύρω ζωντανά τετράποδα, στα ντάμια ήταν μαντρωμένα: γίδια, γελάδια, πρόβατα, αλογομούλαρα, γαϊδούρια, και όλα τα πτερόεντα - στην κιβωτό του Νώε....
Μνήμες γεμάτες άρωμα, γεμάτες νοσταλγία, που μένουν ανεξίτηλες δεκαετίες τώρα, τούτες τις μέρες έρχονται, συχνά με συντροφεύουν, στο άστυ το πολύβουο, της πόλης μας που ζούμε, τη Λάρισα την πεδινή, του κάμπου θυγατέρα και πρώτη νύφη κι όμορφη όλης της Θεσσαλίας.
Εδώ λοιπόν στοχάζομαι με περισσή αγάπη, τα παιδικά, τα ξέγνοιαστα τα πολυλατρεμένα, τα χρόνια τα καλύτερα που φύγανε και πάνε, κι αφήσανε στη μνήμη μου στιγμές να με ρωτάνε, με μάτια πάντα άγρυπνα, με μάτια λατρεμένα, να με κρατάνε συντροφιά παντοτινά στα ξένα...
Όσα βιβλία πλάι μου, κι αν έχω (που διαβάζω) τέτοιο βιβλίο σαν κι αυτό που κουβαλώ στη μνήμη, στις θύμησες τις παιδικές, απ’ το τρανό χωριό μου, κανένα τόση ομορφιά, κανένα τόσο πάθος, να με γεμίζει σύγκορμα, ψυχόρμητα και νόστο.
Θύμησες ολοζώντανες, πολιορκούν τον νου μου και γύρω από τη μνήμη μου χορεύουνε τρελά, στα πανηγύρια του χωριού, σ’ αυτά τα εξωκλήσια, σε θερισμούς κι αλωνισμούς και στα τρανά γιορτάσια.
Όλ’ η ζωή μου - να σας πω - γεμίζει από κάλλος, όταν μιλώ για το χωριό και τη γενέτειρά μου και τα φτωχά τα παιδικά τα άχαρα τα χρόνια, που όμως πάντα κελαηδούν στ’ αυτιά μου σαν αηδόνια!
Κι επειδή η παιδική ηλικία στον άνθρωπο είναι η πατρίδα, καταλαβαίνει κανείς τι μου συμβαίνει...
Από τον Δημήτρη Τσικούρα, Λογοτέχνη.