Στα χωριά παλιά έτρωγαν στον σοφρά: «Μπροστά είχαμε τον σοφρά και καθόμαστε να φάμε, τώρα ο κόσμος μπορεί να το βρίσκει αστείο, γιατί τώρα νομίζουν κάποιοι και κάποιες ότι είναι η πολυτέλεια». Θα μου επιτρέψετε όμως να σας ενημερώσω όσο πιο απλά μπορώ για τον φτωχό και απλό αυτό τρόπο ζωής που είχαμε και με τον οποίο μεγαλώσαμε και όχι μόνο εμείς, αλλά και πολλές και πολλοί σε όλη την Ελλάδα. Μπορεί πολλά πράγματα (όπως έχουν σήμερα) να μην υπήρχαν, το σημαντικότερο όμως πράγμα που υπήρχε ήταν η οικογένεια με όλη τη σημασία της λέξης. Θα γίνω όμως πιο συγκεκριμένος. Έπρεπε για να καθίσουμε γύρω από τον «σοφρά» για φαγητό, να παρευρίσκονται όλοι (παππούς, γιαγιά, οι γονείς και τέλος τα παιδιά). Όχι όπως σήμερα που τρώει ο καθένας ξεχωριστά και όποτε θέλει. Στη συνέχεια κάναμε την προσευχή μας, την οποία έλεγαν οι μεγαλύτεροι, αλλά πολλές φορές άφηναν και τα παιδιά, για να συμμετάσχουν σαν ισότιμα μέλη της οικογένειας και αυτά, αλλά και για να μας τσεκάρουν αν την ξέρουμε. Ήταν δηλαδή αυτό μια ιεροτελεστία, γιατί: α) Σεβόσουνα τους μεγαλύτερους (περίμενες πότε να τελειώσουν τις δουλειές τους), β) επάνω στο τραπέζι γινόταν και συζητήσεις και κουτσομπολιά και οτιδήποτε άλλο υπήρχε, μιας και τηλεόραση (τουλάχιστον στα μέρη μας) δεν υπήρχε και γ) όλη η διαδικασία αργούσε, γιατί έτρωγες σιγά – σιγά και λίγο –λίγο και αυτό ήταν σε όφελος του οργανισμού.
Ο συγκεκριμένος όμως τρόπος σίτισης είχε και ένα άλλο καλό. Γύμναζες [«σιξ πακ»(αν το λέω σωστά) λέει η νεολαία σήμερα και μη με ρωτήσετε τι σημαίνει γιατί δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι υπήρχε φτώχεια και η κοιλιά μας ήταν βαθουλή προς τα μέσα, ενώ σήμερα έχει πάρει μια κλίση και τα «σιξ πακ» έχουν πάει προς τα έξω] τους κοιλιακούς μυς, γιατί αλλιώς είναι να κάθεσαι σταυροπόδι ή στο σκαμνί και να τρως και αλλιώς να κάθεσαι σε καρέκλα ή σε πολυθρόνα, όπως καθόμαστε σήμερα.
«Μετά ψηλώσαμε και από χαμηλά ανεβήκαμε ψηλά». Το ανέβασμα από τον σοφρά στο τραπέζι, δηλαδή στη νέα κατάσταση και στη νέα πραγματικότητα. Μέχρι τα μέσα του 1980, ισχύει η κλασική πια φωτογραφία της οικογένειας που φιλοξενούσε το Αναγνωστικό της Α' Δημοτικού του 1960: Όλοι καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι (ο πατέρας στην κορυφή του) αναμένουν τη μητέρα να φέρει και τα υπόλοιπα φαγητά. Κοντά και η γιαγιά, ο παππούς και γύρω – γύρω τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Στη συνέχεια περάσαμε σε μια ακόμα αλλαγή και σε μια χειρότερη εμπειρία. Η τελετουργία του μεσημεριανού ή του δείπνου γύρω από το οικογενειακό τραπέζι χάθηκε. «Από το τραπέζι περάσαμε στον καναπέ και στο χέρι». Η βασική αιτία είναι τα παράξενα ωράρια των μελών της σύγχρονης οικογένειας: Η εργασία του πατέρα, της μητέρας, η δεύτερη τυχόν εργασία τους, η παραμονή των παιδιών στο σχολείο ή στο φροντιστήριο (στην παγκόσμια αυτήν πρωτοτυπία που κατακτήσαμε), συνιστούν αιτίες «διάσπασης» του κοινού χρόνου που είχαμε για να απολαύσουμε και να χαρούμε σαν οικογένεια, το φαγητό μας.
Πάντως σήμερα, η «ανασύσταση του τραπεζιού» στον οικιακό χώρο, γύρω από το οποίο λειτουργούσε κάποτε η οικογένεια, είναι θαρρώ ένα ουτοπικό ζητούμενο, γι' αυτό νιώθω τόσο τυχερός και όχι μόνο εγώ, αλλά και όλες και όλοι που πρόλαβαν, έζησαν και χάρηκαν όλες αυτές τις φτωχές και λαϊκές ανθρώπινες στιγμές και εμπειρίες, διότι μέσα από αυτές, αποκτήσαμε και έχουμε βάλει στο είναι μας και στο κεφάλαιό μας, όλες αυτές τις ωραίες παιδικές αναμνήσεις...
Από τον Γιάννη Γούδα