περιβάλλον της χώρας εντός του οποίου λειτουργεί ο ΑΔΤ χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα:
Το 2019 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10.8 εκατ. περίπου (2.8% του πληθυσμού της ΕΕ), με το 1/3 αυτού να ζει σε γεωργικές περιοχές. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ανέρχεται σε 168 δισ. ευρώ, το δημόσιο χρέος σε 374 δισ. ευρώ (ποσοστό 222% περίπου του ΑΕΠ) και η ανεργία σκαρφαλωμένη στο 17.3% (στοιχεία 2020). Το ισοζύγιο εξαγωγών - εισαγωγών σε αγαθά και υπηρεσίες είναι αρνητικό, όπως και το ισοζύγιο στα γεωργικά προϊόντα (-1.4%). Ο ΑΔΤ συνεισφέρει το 3.1% στο ΑΕΠ της χώρας, ενώ η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) ανέρχεται σε 6.14 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 1.8% της ΑΠΑ της ΕΕ (στοιχεία Eurostat 2019).
Η έκταση στην οποία λειτουργεί ο ΑΔΤ, ανέρχεται σε 45,5 εκατ. στρ. περίπου δηλαδή 35% της συνολικής έκτασης της χώρας. Η γεωργική γη και ιδιαίτερα της Γης Υψηλής Παραγωγικότητας, συρρικνώνεται συνεχώς λόγω της εφαρμοζόμενης κακής πολιτικής, που ευνοεί την αλλαγή χρήσης της. Η ελληνική γεωργική παραγωγή, λόγω λανθασμένων στρατηγικών που υιοθετήθηκαν μέχρι πρόσφατα, δεν παρακολούθησε την εκρηκτική άνοδο που είχε η παγκόσμια γεωργική παραγωγή τα τελευταία 25 χρόνια. Η προστιθέμενη αξία από τη μεταποιητική δραστηριότητα είναι πολύ μικρή σε σύγκριση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (40% έναντι 70%) και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο υψηλό ποσοστό των επιδοτήσεων (17% το 1994 και 22% το 2014).
Ο κυριότερος κλάδος του ΑΔΤ είναι η φυτική παραγωγή (74% έναντι 24% της ζωικής παραγωγής), η οποία αποτελείται κυρίως από αροτραίες καλλιέργειες, των οποίων η παραγωγή παραμένει σταθερή, βρώσιμα όσπρια, λαχανικά που η παραγωγή τους τείνει να μειώνεται και δενδρώδεις καλλιέργειες επίσης με τάση μείωσης. Η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό κλάδο της φυτικής παραγωγής, αλλά με συνεχώς μειούμενο αριθμό ελαιοδέντρων και αντίστοιχη μείωση της παραγωγής ελαιόλαδου. Η κτηνοτροφία της Ελλάδας αποτελείται κυρίως από βοοειδή, τα οποία παρουσιάζουν τάση μείωσης, προβατοειδή που παρουσιάζουν κάποια ανοδική τάση, αιγοειδή που συνεχώς μειώνονται, χοιροειδή που παραμένουν σχεδόν σταθερά και πουλερικά. Το 2019 η αξία της φυτικής παραγωγής ανήλθε σε 8.3 δισ. περίπου (3.4% της αντίστοιχης της Ε.Ε.) και της ζωικής παραγωγής σε 2.6 δισ. (2.6% της Ε.Ε.).
Το κλίμα της Ελλάδας είναι μεσογειακό, χαρακτηριζόμενο από ήπιους και υγρούς χειμώνες και ζεστά ξηρά καλοκαίρια, αλλά με μεγάλη ποικιλία κλιματικών τύπων. Τα εδάφη της χώρας έχουν υποστεί έντονη υποβάθμιση (κυρίως λόγω διάβρωσης), με σημαντικό ποσοστό αυτών να κινδυνεύει από ερημοποίηση.
Ο γεωργικός εξοπλισμός των εκμεταλλεύσεων είναι υπερεπαρκής, δεδομένου ότι η έκταση ανά γεωργικό ελκυστήρα κυμαίνεται από 59 έως 127 στρ. Η καλυπτόμενη από θερμοκήπια έκταση παρουσιάζει ισχυρή τάση ανόδου τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας τα 58.000 στρ. περίπου το έτος 2014.
Το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων (Μ.Ο. 50 στρ.) είναι μικρότερο σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο (60 στρ.) και κατά πολύ μικρότερο του Μ.Ο. των ευρωπαϊκών χωρών (179 στρ.). Το 77% των εκμεταλλεύσεων έχει έκταση μικρότερη των 50 στρ., ενώ το ποσοστό αυτών με οικονομικό μέγεθος <4.000 ευρώ, ανέρχεται σε 50% περίπου. Σημειώνεται ότι υπάρχει έντονη τάση μείωσης του αριθμού των εκμεταλλεύσεων με μικρό μέγεθος. Μόλις 3.7% των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων έχει ηλικία μικρότερη των 35 ετών, ενώ το ποσοστό με ηλικία άνω των 64 ετών είναι 33.5%. Το ποσοστό των απασχολούμενων στη γεωργία ανήλθε το 2009 στο 11% του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Η γεωργική παραγωγή χαρακτηρίζεται από πολύ μικρό ποσοστό οργάνωσης των συνεταιρισμών, μέσω των οποίων διακινούνται μόνο το 15% της ποσότητας των κρασιών και το 35% των οπωροκηπευτικών και με όλους τους άλλους κλάδους να έχουν σχεδόν μηδενική οργάνωση στη διακίνηση των προϊόντων.
Η τεχνογνωσία του γεωργικού πληθυσμού είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αφού πλήρη εκπαίδευση διαθέτει μόνο το 0.3%, έναντι 7% στις χώρες της Ε.Ε. Επίσης επαγγελματική εκπαίδευση έχει μόνο το 7% έναντι 50% στην Ευρώπη. Οι διατιθέμενες πιστώσεις για έρευνα και καινοτομία βρίσκονται πολύ μακράν των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και παγκοσμίως (11 ευρώ/ha, έναντι 33 ευρώ/ha και 19 ευρώ/ha αντίστοιχα). Αυτό έχει ως συνέπεια την πολύ χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής γεωργίας, το αυξημένο κόστος παραγωγής και επομένως τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των γεωργικών προϊόντων. Αν και το ελληνικό περιβάλλον προσφέρει τις προϋποθέσεις δημιουργίας ιδιαίτερα καλής ποιότητας προϊόντων, δεν γίνεται σοβαρή προσπάθεια αυτά να γίνουν επώνυμα, μέσω περαιτέρω επεξεργασίας και τυποποίησης, προσφερόμενα στην αγορά στην πρωτογενή τους μορφή χάνοντας έτσι τη δυνατότητα δημιουργίας προστιθέμενης αξίας.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι τα δομικά προβλήματα του ελληνικού ΑΔΤ είναι ο μικρός κλήρος, που οδηγεί σε μεγάλο κόστος παραγωγής και μείωση της ανταγωνιστικότητας, η ανεπαρκής συνεταιριστική οργάνωση, η χαμηλή εκπαίδευση, η εξάρτηση από τις επιδοτήσεις και η έλλειψη πολιτικής στον τομέα της ανάδειξης επώνυμων προϊόντων. Απάντηση στη σημερινή απαίτηση για αύξηση της γεωργικής παραγωγής, δεν μπορεί να δώσει η εντατικοποίηση της γεωργίας με τους παραδοσιακούς τρόπους (αυξημένες εισροές, εντατικά συστήματα καλλιέργειας, μετατροπή δασών σε γεωργικές εκτάσεις, κ.λπ.), που δημιουργούν μεγάλη πίεση στους φυσικούς πόρους και στο περιβάλλον, αλλά μια αγροτική πολιτική που να προστατεύει τη γεωργική γη, να προωθεί την αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων μέσω συνεταιριστικών σχημάτων, να αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες που πετυχαίνουν «αειφορική εντατικοποίηση» και να υιοθετεί «ολιστικές» προσεγγίσεις, όπως αγρο-οικολογία, αγροδασοπονία, κλιματικά έξυπνη γεωργία και γεωργία συντήρησης.
* Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. τακτικός ερευνητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ.