Γιαλού έως το «ξερίζωμα» του μυκονιάτικου τοπίου και τον αφανισμό του. Δεν γνωρίζουμε πόση νοσταλγία χωράει ακόμη μέσα στους νεότερους καιρούς, που πλέον έχει πάψει να υπάρχει, λες και όλα τα ρολόγια του κόσμου άφησαν ταχύτατα πίσω τους την εκτυφλωτική ακτινοβολία του ασβέστη και τις σκιές της λάμπας πετρελαίου.
Η μυκονιάτικη συνείδηση της Καρολίνας κρατάει από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στις οποίες το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν μια πολυτέλεια, αλλά αυτή η έλλειψη, αντί να δημιουργεί στερητικά σύνδρομα, αναπαρήγαγε την ομαδικότητα της λαϊκής αφήγησης. Τον Μάιο του ’62, όταν πρωτοπάτησε το πόδι της στο νησί, σε ηλικία εικοσιτριών ετών, μπορεί να μη συνέχιζαν οι παραμυθάδες να ποιούν, δεν είχε όμως σβήσει ακόμη η μνήμη του κοινοτικού πολιτισμού, ιδιαιτέρως στις ατέρμονες βεγγέρες.
ΚΑΡΟΛΙΝΑ, ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
Αυτήν την παλαιά Μύκονο, όπως την αποτύπωσε η 82χρονη Καρολίνα ή της Κάρολ Γουέλς, το πλήρες ονοματεπώνυμό της, φέρνει στο προσκήνιο το εικαστικό λεύκωμα «Καρολίνα, μία ζωγράφος της Μυκόνου», που εξέδωσε ο Δήμος Μυκόνου. Είναι μία εκδοτική προσπάθεια να αναδυθεί η άλλη, η φωτεινή πλευρά ενός νησιού που παραδόθηκε βορά στα τουριστικά συμφέροντα. Τη χαιρετίζει ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Π. Κουκάς, η Αδριανή Κουφού, πρόεδρος της Κοινωφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Μυκόνου, η Λιζ Κουσαθανά, επιστήθια φίλη της Καρολίνας και η Λίλα Παλαιολόγου, επιμελήτρια της έκδοσης. Η κυκλοφορία του αφιερώματος με έργα της τιμώμενης Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας, μέσα από τα οποία αναδεικνύεται η εικαστική της πορεία, συνέπεσε με τη βράβευσή της από τον Δήμο Μυκονίων.
Το ξανθό Αμερικανάκι με το «ατίθασο» μουτράκι αποβιβάστηκε, τον Μάιο του 1962, από το κατάστρωμα του επιβατηγού πλοίου «Δέσποινα», που είχε ναυπηγηθεί στην Αμερική για το Πολεμικό Ναυτικό ως συνοδευτικό νηοπομπών. Από το 1949 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Σάμος, με ενδιάμεσο σταθμό τη Μύκονο. Με το που πάτησε στη λάντζα, αυτό το ανυποψίαστο επιφανές μέλος της αμερικανικής κοινωνίας για το κυκλαδικό φως, σπουδαγμένο όμως στην Ευρώπη -με κυρίαρχη τη μορφή του Αυστριακού ζωγράφου Όσκαρ Κοκότσα, στον οποίο μαθήτευσε-, θαμπώνεται.
ΘΕΟΦΙΛΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ
Σημειώνει η επιμελήτρια του λευκώματος Λίλα Παλαιολόγου: «Οι αισθήσεις της παίρνουν φωτιά. Στον Γιαλό, πάνω στην άμμο, βάρκες και καΐκια, ακουμπισμένα σε μαδέρια, καλαφατίζονται: τρίψιμο, στοκάρισμα, πισσάρισμα και βάψιμο. Χρώματα ατόφια, ζωντανά: πορτοκαλί του μίνιου, κόκκινο της φωτιάς, μπλε σκούρο, γαλάζιο, πράσινο, ώχρα κίτρινη».
Μ' αυτά τα χρώματα πορεύτηκε η Καρολίνα, στήνοντας το καβαλέτο της σε πολυσύχναστα περάσματα, πουλώντας σε χαμηλές τιμές τους θεοφιλικούς πίνακές της. Ερχόμενη αντιμέτωπη με το παμφάγο μυκόνιο φως που οδηγεί τα χρώματα στο σκοτάδι, κράτησε από αυτήν την τύφλωση τα περιγράμματα με τον μαύρο μαρκαδόρο της. Γιατί αυτό απομένει στον αμφιβληστροειδή, όταν το σώμα αδειάζει από τα ενδύματά του κι αφήνεται να παίξει σ' ένα θέατρο σκιών.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ
Όμως, η Καρολίνα σ' αυτό το κενό της χρωματικής κλίμακας, επανιδρύει την αυτοκρατορία του ουράνιου τόξου. Όπως διαθλάται το θαλασσινό νερό στον ήλιο, νάσου αναδύονται άκοπα οι συνθέσεις του φυσικού φωτός, εγγύτερα στο κάλλος της πρώτης δημιουργίας του κόσμου, όταν σηκώνεται ένα μελτέμι και δροσίζει το σκότος το αναζωογονητικό με επαλείψεις ακρυλικής μπογιάς με τη δυναμική του ορυκτού εκ των εγκάτων. Η αγαπημένη των θεϊκών χρωμάτων επαναφέρει τη γαλήνια στάθμιση της ζωής με όρους παροντικής αιωνιότητας.
Συλλαμβάνει τα τοπία και τις μορφές στη στιγμιαία αποτύπωσή τους, κρατάει από τα μοντέλα το εσωτερικό τους φως και τα παραδίδει στο μέλλον, αποκαθαρμένα από το πάθος και το συναίσθημα. Στα έργα της Καρολίνας, η πλάση ξαναγεννιέται μέσα από το αγέννητο, η κίνηση καθηλώνεται σαν να έρχεται από κάπου μακριά, η συνάφεια απουσιάζει, γιατί στη χώρα του φωτός οι μορφές επιχρωματίζονται από τη γεωλογία του υπεδάφους.
ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΔΙΑΡΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΦΟΡΟΣ
«Η τέχνη της», αποφαίνεται η επιμελήτρια Λίλα Παλαιολόγου, «συνεχίζει να είναι παρούσα, αληθινή κι ειλικρινής, επαναλαμβανόμενη, αλλά ποτέ η ίδια. Το πινέλο της δεν παύει να μαρτυρά έναν έρωτα διαρκή και παράφορο για τον τόπο. [...] Οι ζωγραφιές της είναι διαχρονικές, αλλά και σύγχρονες. Μια αισθητική, αλλά και συναισθηματική σιγουριά απέναντι στον χρόνο που περνά».
Από τον Βασίλη Κ. Καλαμαρά