Του Ηλία Κωτούλα
Αϊ - Λιας... Η ψυχή μου γιομίζει με λογής - λογής συναισθήματα και ο νους μου γυρίζει στα παλιά. Πού αλλού; Στα παιδιά μου χρόνια. Στον τρόπο που γιόρταζα τότε. Θυμούμαι την παραμονή της γιορτής, ανεβαίναμε σ΄ ένα λόφο, που ήταν κτισμένο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, σχεδόν μέσα στη γη, για να μη δίνει στόχο και προκαλεί τους Τούρκους.
Στον προ - ναό, όπως κατεβαίναμε, αν θυμούμαι καλά, γιατί έχω να πάω από μικρός, ήταν οι ζωγραφιές αρχαίων φιλοσόφων, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.λπ. που προμίλησαν για τον ερχομό του μεγάλου Προφήτη του Μεσία.
Από μικρός θυμούμαι τη χαρά που είχα στη γιορτή μου. Καμάρωνα τα καινούρια ρούχα που με έντυνε η συγχωρεμένη η μάνα μου και ένιωθα κάτι, σαν περηφάνια.
Σήμερα είναι η γιορτή μου έλεγα. Γιορτάζω και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να το δείξω στους φίλους και στους γύρω μου.
Θυμούμαι: Μόλις σχολούσε η εκκλησία, χωριστά οι άνδρες και οι γυναίκες, έφτιαχναν τις παρέες και άρχιζαν οι επισκέψεις.
Τα σπίτια που γιόρταζαν προετοιμάζονταν από μέρες. Για την περίπτωση, φύλαγαν μια άσπρη κολοκύθα από 10 ομάδες και πάνω και έκαναν το κολοκυθήσιο το γλυκό, το τόσο τραγανό και νόστιμο που δεν το χόρταινες.
Τα σπίτια που γιόρταζαν έπαιρναν μια συγγενή ή πολύ γνωστή τους κοπέλα για να κερνάει, την κεράστρα, όπως τη έλεγαν, όμως την έπαιρναν να τη δει κανένας γαμπρός, γιατί τα κορίτσια τότε δεν παραέβγαιναν έξω από τα σπίτια, όπως τα σημερινά.
Επισκέψεις πηγαίναμε κι εμείς τα παιδιά, παρέες - παρέες. Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού που γιόρταζε, φωνάζαμε ... κέρασέ μας... και οι νοικοκυρές έβγαιναν πρόσχαρες και μας καλούσαν. Κοπιάστε - κοπιάστε και μας έδιναν καραμέλες - φοντάνια και κουραμπιέδες, με πολλή χαρά κι εγκαρδιότητα. Τις μέρες τις γιορτινές τις τιμούσαν με πολλή ευλάβεια, συνεχίζοντας την παράδοση. Δεν ξέρω γιατί συγκινούμαι τόσο, όταν τα θυμούμαι όλ΄ αυτά.
Ο κόσμος τότε γιόρταζε πραγματικά, με την ψυχή του, ακόμα και στα δύσκολα χρόνια. Ηταν πολύ κοντά ο ένας στο άλλο και ζούσε πραγματικά τις χαρές και τις λύπες του διπλανού του. Σήμερα ζουν στην ίδια πολυκατοικία και δεν έχουν ούτε καλημέρα.
Στη γιορτή μου τότε ένιωθα κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό μέσα μου, πράγμα που δεν ξέρω αν αισθάνονται τα σημερινά παιδιά, που το μυαλό τους είναι περισσότερο στα δώρα που θα τους κάνουν οι δικοί τους και λιγότερο στην αξία της γιορτής.
Στα χρόνια μας δεν υπήρχαν δώρα ιδιαίτερα, αλλά κάποιο καινούριο ρούχο που το φορούσαμε, το χαιρόμαστε και το καμαρώναμε. Γεμίζουν την ψυχή μου οι αναμνήσεις αυτές απ΄ τα παιδικά μου χρόνια και σκέφτομαι, πόση δύναμη έχουν να μας συγκινούν και να τα νοσταλγούμε, ως τα βαθιά μας γεράματα.