ότι αλλάζει η χρήση της γης. Δηλαδή, από βλάστηση και καλλιέργειες, μετατρέπεται σε τσιμέντο, με ελάχιστο πράσινο, και άλλα υλικά που διατηρούν την θερμότητα. Για αυτόν τον λόγο, τη θερμότητα που λαμβάνουν μέσα στην ημέρα, τη διατηρούν και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αυτό δημιουργεί το φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας» λέει στο ΑΠΕ ο μετεωρολόγος και ερευνητής του εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας του ΑΠΘ Σταύρος Κέππας.
Εκτός από τα υλικά με τα οποία δομείται το αστικό περιβάλλον, και οι αυξημένες ανθρώπινες δραστηριότητες (π.χ. μεταφορές, ανάγκες για ψύξη/θέρμανση) επιβαρύνουν τη θερμοκρασία των πόλεων. «Αυτό που παρατηρούμε κατά βάση είναι ότι τις νυχτερινές και πρώτες πρωινές ώρες έχουμε πιο αυξημένη θερμοκρασία στα αστικά κέντρα από ό,τι έχουμε σε περιοχές γύρω από αυτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν υπάρχει αυτή η διαφορά. Διαπιστώνεται κυρίως τη νύχτα και μπορεί να φτάσει από 2οC έως 5οC. Δηλαδή, μπορεί στην Αθήνα να έχουμε από 2οC έως 5οC περισσότερο από ό,τι έχουμε στα προάστιά της. Είναι αυτό που λέμε ότι βράζουν τα τσιμέντα» εξηγεί ο κ. Κέππας.
Παρόλο που οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι εξοικειωμένοι με τις υψηλότερες θερμοκρασίες του καλοκαιριού, το πρόβλημα είναι πιθανόν να επιδεινωθεί περαιτέρω εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής με άμεσες συνέπειες στην υγεία των κατοίκων των πόλεων, αλλά και την οικονομία. Σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο του Εθνικού Δικτύου για την Κλιματική Αλλαγή, CLIMPACT, υπό τον συντονισμό του Εθνικού Αστεροσκοπείου, «ενώ στο παρόν κλίμα το κέντρο της Θεσσαλονίκης βιώνει μόλις 2,6 ημέρες με καύσωνα ανά έτος (με μέση θερμοκρασία ≥31οC και μέγιστη θερμοκρασία ≥37οC) αυτές φαίνεται να αυξάνονται σε 4,6 και 32,2 ημέρες ανά έτος μέχρι το 2050 και 2100 αντίστοιχα». Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων καύσωνα, έχει σημασία η ημερήσια ελάχιστη θερμοκρασία να διατηρείται όσο το δυνατόν πιο χαμηλά, ώστε ο πληθυσμός να έχει τον απαραίτητο χρόνο αποφόρτισης. Όμως, όπως αναφέρεται στο δελτίο του CLIMPACT, «μέχρι το 2100, όλο και περισσότερες μέρες με καύσωνα θα χαρακτηρίζονται από υψηλότερες ελάχιστες θερμοκρασίες, ειδικά εντός του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης. Σήμερα, μόλις 0,2 ημέρες ανά έτος εμφανίζουν ελάχιστη θερμοκρασία μεταξύ 30-31οC στο κέντρο της πόλης, που είναι και η υψηλότερη τιμή που έχει σημειωθεί». Όμως η ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ εκτιμά ότι «μέχρι το 2100, φαίνεται ότι 18 καυσωνικές ημέρες ανά έτος θα ακολουθούνται από νύχτες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες».
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«Κατά τη διάρκεια της ημέρας κάνουμε δραστηριότητες, περιμένουμε ότι έτσι κι αλλιώς θα ζεσταθούμε. Το βράδυ όμως χρειαζόμαστε να ξεκουραστούμε, χρειαζόμαστε να αισθανθούμε πιο άνετα και αυτό δεν μπορεί να γίνει στις ελληνικές πόλεις το καλοκαίρι, λόγω του τσιμέντου που διατηρεί μεγαλύτερη θερμότητα κι άρα ανεβάζει τη θερμοκρασία. Έτσι, η δυσφορία παραμένει ακόμη και τις νυχτερινές ώρες» σημειώνει ο ερευνητής του ΑΠΘ. Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες, χωρίς την απαραίτητη βραδινή αποφόρτιση, έχουν άμεσες συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία. «Η επιδείνωση των συνθηκών της ανθρώπινης θερμικής δυσφορίας οδηγεί σε αύξηση της θνητότητας και της νοσηρότητας, κυρίως εξαιτίας καρδιαγγειακών και αναπνευστικών νοσημάτων. Πλήθος μελετών ανά τον κόσμο συνδέουν τις υψηλές θερμοκρασίες με έξαρση των δεικτών θνησιμότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον φονικό καύσωνα του 2003 στον οποίο αποδίδονται 70.000 θάνατοι στη δυτική και κεντρική Ευρώπη καθιστώντας τον ένα από τα πιο θανατηφόρα κλιματικά γεγονότα της δυτικής ιστορίας» εξηγεί στο ενημερωτικό δελτίο του το CLIMPACT.
Οι πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού είναι τα βρέφη, οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα όπως ο διαβήτης ή προ-υπάρχουσες ασθένειες του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού, οι εργαζόμενοι σε εξωτερικούς χώρους, οι άστεγοι και άλλοι κοινωνικά ευάλωτοι πληθυσμοί. Στις ιδιαίτερα εκτεθειμένες ομάδες εντάσσονται και οι κάτοικοι μεγάλων αστικών κέντρων. Σύμφωνα με το CLIMPACT, «ο συνδυασμός των καυσώνων με την Αστική Θερμική Νησίδα ενισχύει το θερμικό φορτίο που βιώνει ο αστικός πληθυσμός με αποτέλεσμα τα ποσοστά θανάτων στις πόλεις κατά τους καλοκαιρινούς μήνες να είναι σημαντικά αυξημένα σε σύγκριση με τις περιαστικές περιοχές».
«Λέμε «εντάξει, δεν πειράζει, έχει ζέστη, το αντέχουμε», «Έλληνες είμαστε, τα καταφέρνουμε». Ωστόσο, θα έπρεπε ο ελληνικός πληθυσμός να είναι πιο ευαισθητοποιημένος απέναντι στην κλιματική αλλαγή, όχι μόνο για την υγεία του, αλλά και γιατί βασιζόμαστε στον τουρισμό και στην αγροτική οικονομία» υπογραμμίζει ο κ. Κέππας. «Ο τουρίστας που επισκέπτεται την Ελλάδα και έρχεται αντιμέτωπος με τους 35οC και με τους 40οC, προφανώς έχει πρόβλημα. Για παράδειγμα, ένας βορειοευρωπαίος που έχει συνηθίσει σε ένα πενθήμερο, δεκαήμερο το μέγιστο, με θερμοκρασίες 25οC έως 30-32οC. Βέβαια, οι Κυκλάδες έχουν άλλο κλίμα, έχουν και τα μελτέμια. Αλλά η ηπειρωτική μας χώρα, με τους καύσωνες που γνωρίζουμε, δεν είναι πολύ άνετη σε κάποιον που ζει σε ένα κλίμα διαφορετικό του μεσογειακού» λέει ο κ. Κέππας.
«Η άλλη πτυχή, που είναι ακόμα πιο σημαντική, είναι η αγροτική παραγωγή. Πολλοί αγρότες ήδη το αναφέρουν. Δηλαδή, έχουμε κάποιες καλλιέργειες οι οποίες έχουν ανάγκη συγκεκριμένο κλίμα. Εάν αυτό το κλίμα αλλάζει, τότε οι καλλιέργειες αυτές δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν, οπότε ή πρέπει να αλλάξουν ή ίσως να είναι γενικώς λιγότερο ευνοϊκό το ελληνικό κλίμα για καλλιέργειες» κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ο κ. Κέππας, προσθέτοντας ότι «ήδη βλέπουμε ότι υπάρχουν όλο και μεγαλύτερα διαστήματα ξηρασίας, ειδικά σε κάποιες περιοχές». Αντίστοιχες επιπτώσεις υπάρχουν στο φυσικό περιβάλλον εν γένει, όπως επισημαίνει, ο ίδιος «προφανώς όταν έχουμε ξηρασίες, θα ευνοούνται πυρκαγιές, τουλάχιστον κατά το θέρος. Προφανώς, η πανίδα και η χλωρίδα θα μεταβάλλεται, όπως οι καλλιέργειες. Αλλάζει το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να ζήσουν κάποιοι οργανισμοί, είτε φυτικοί, είτε ζωικοί, και ενδεχομένως να μην μπορούν να ζήσουν και να χρειάζεται να ζήσουν κάποιοι άλλοι».
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΥΣΩΝΕΣ
Στο πλαίσιο του CLIMPACT, δηλαδή του Εθνικού Δικτύου Φορέων για την προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και την αντιμετώπισή της, αναπτύσσονται εργαλεία με στόχο την αξιοποίησή τους από τους πολίτες αλλά και τις αντίστοιχες Αρχές, όπως η Πολιτική Προστασία και οι δομές Υγείας. «Στόχος μας είναι η ανάπτυξη ενός πλήρους συστήματος επιχειρησιακής (δηλαδή σε ημερήσια βάση) πρόγνωσης αυτών των δεικτών και έγκαιρης προειδοποίησης των πολιτών, ώστε να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα και να περιορίζουν τις μετακινήσεις τους, με σκοπό την προφύλαξή τους. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να συνιστά δικαιολογία για τον δικό μας εφησυχασμό, αντιθέτως απαιτείται δράση. «Εάν οι πόλεις έδιναν προτεραιότητα σε άλλα υλικά, θεωρητικά θα βελτιωνόταν το φαινόμενο. Αυτή βέβαια δεν είναι μια απλή απάντηση, ως προς το ποια υλικά πρέπει να είναι αυτά και χρειάζεται σχεδιασμός. Εάν έχουμε μαζικά πράσινες ταράτσες, σίγουρα θα βοηθήσει, με βάση τη διεθνή εμπειρία και τη βιβλιογραφία. Τα πάρκα βοηθάνε. Δηλαδή, περιοχές οι οποίες είναι αυτήν τη στιγμή ρημαγμένα κτίρια, αλάνες, ακάλυπτες από δέντρα, εάν διατεθούν αναλόγως, σίγουρα θα δώσουν μια ανάσα. Ακόμη κι αν δεν δίνουν ανάσα στο σύνολο της πόλης, και ένα τετράγωνο το οποίο θα πρασινίσει, θα δώσει ανάσα στη γύρω περιοχή. Μπορεί να είναι περιορισμένης έκτασης η επίδραση αλλά θα υπάρχει. Είναι απτή»...
(ΠΗΓΗ: ΑΠΕ)