καθώς μετά από αιώνες δουλείας, καταφέραμε και δηλώσαμε την παρουσία μας ως ελεύθερο έθνος ανάμεσα στους λαούς του κόσμου και σταθήκαμε ξανά στα πόδια μας με τις δικές μας δυνάμεις. Για να φτάσουμε όμως στην Επανάσταση του 1821, έπρεπε να πληρούνται μια σειρά από προϋποθέσεις, καθώς καμία επανάσταση δεν είναι εύκολη και στιγμιαία υπόθεση. Προϋποθέσεις που μπορούμε να τις συγκρίνουμε με τη σημερινή κατάσταση του ελληνικούς κράτους.
Προϋπόθεση πρώτη: η ύπαρξη ενός κοινού στόχου, γύρω από τον οποίο ενωθήκαμε. Ο στόχος αυτός ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας. Η κοινή θέληση να ελευθερώσουμε την πατρίδα μας και να προσφέρουμε στα παιδιά μας μια καλύτερη τύχη, μακριά από τη σκλαβιά, λειτούργησε καταλυτικά στην συνείδηση του Έλληνα. Τον ένωσε και διοχέτευσε όλες του τις δυνάμεις για την επίτευξη του στόχου. Σήμερα απουσιάζει αυτός ο κοινός στόχος γύρω από τον οποίο θα ενωθούμε. Πάσχουμε από έλλειψη οράματος. Αδυνατούμε να θέσουμε στόχους ως λαός και να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να τους υλοποιήσουμε. Αν κάνουμε μια έρευνα και ρωτήσουμε τους σημερινούς Έλληνες, ποια πατρίδα οραματίζονται, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα λάβουμε τόσες απαντήσεις, όσες είναι και οι κάτοικοι.
Προϋπόθεση δεύτερη: οργάνωση. Για να πετύχει η Επανάσταση του 1821 χρειάστηκε η οργανωτική προσπάθεια που έκανε η Φιλική Εταιρεία. Με υπομονή έθεσε τους κανόνες οργάνωσης και πειθαρχίας των μελών, τους κρατούσε ενωμένους και το κάθε μέλος εργαζόταν με αυταπάρνηση για τον κοινό στόχο. Υπήρχε ιεραρχία που τη σεβόταν και εκείνη με τη σειρά της συντόνιζε όλες τις ενέργειες χωρίς προσωπικό όφελος. Χρειάστηκαν 7 ολόκληρα χρόνια για να πετύχει οργανωτικά το έργο της Φιλικής Εταιρείας και οι ιδρυτές της μετά την κήρυξη της επανάστασης, πέρασαν στο περιθώριο, χωρίς να διεκδικούν την αρχηγία, επειδή εκείνοι ίδρυσαν την Εταιρεία. Σήμερα, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι πάσχουμε απελπιστικά στο θέμα της οργάνωσης. Αυτοσχεδιάζουμε καθημερινά για να κάνουμε τις δουλειές μας και επαινούμε τις χώρες της Δύσης για την οργάνωσή τους. Έχουμε από τους καλύτερους νόμους οργάνωσης και διοίκησης και όμως τους καταστρατηγούμε καθημερινά όλοι μας. Από τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς, τους δημοσίους υπαλλήλους μέχρι τον πιο απλό πολίτη.
Προϋπόθεση τρίτη: ιδεολογική προετοιμασία για την επίτευξη του στόχου. Στην περίπτωση του 1821, την προετοιμασία αυτήν την έκανε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με τις τόσες μεγάλες μορφές που ανέδειξε, του Ρήγα, του Κοραή, του Κούμα, του Κοσμά του Αιτωλού και τόσων πολλών άλλων. Μίλησαν για το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση και στην ελευθερία. Για το δικαίωμα του ανθρώπου να ζει ελεύθερος και όχι σκλάβος, έφεραν στον ελλαδικό χώρο τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και αφύπνισαν ένα ολόκληρο έθνος. Σήμερα έχουμε χαθεί ιδεολογικά. Όλοι μας έχουμε άποψη για όλα και πουθενά δεν συμφωνούμε. Ακόμα χειρότερα δεν μπορούμε να καθίσουμε και να συζητήσουμε για όσα μας απασχολούν. Αυτοσχεδιάζουμε ακόμη και στον χώρο της Παιδείας και έχουμε καταφέρει να μπερδέψουμε τους μαθητές που αποτελούν το μέλλον της χώρας. Δεν έχουμε ακόμη ξεκαθαρίσει αν είμαστε μια χώρα που ανήκει στη Δύση ή στην Ανατολή. Έχουμε χαθεί ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν μας και στη θέλησή μας να ασπαστούμε νέες ιδέες και να ακολουθήσουμε τα άλλα κράτη. Συχνά υιοθετούμε ξενόφερτες αντιλήψεις απλά για λόγους νεωτερισμού, καταστρέφουμε τη γλώσσα μας και το θεωρούμε μοντέρνο.
Προϋπόθεση τέταρτη: Ψυχολογική προετοιμασία. Για να φτάσουμε στο ‘21 έπρεπε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι μπορούμε να νικήσουμε την Οθωμανική αυτοκρατορία. Και εδώ βρίσκεται η συνεισφορά των Αρματολών και των κλεφτών που με τα κατορθώματά τους έδειξαν ότι οι Οθωμανοί δεν είναι ανίκητοι. Το πιστέψαμε μέσα μας και το κάναμε πράξη, πετυχαίνοντας επικές νίκες, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Σήμερα είμαστε ίσως ο πιο απαισιόδοξος λαός της Ευρώπης. Προσπαθούμε να επιβιώσουμε και φέτος και είμαστε πάντα στη φράση "κάθε πέρυσι και καλύτερα". Αδικούμε τους εαυτούς μας και έχουμε κακή ψυχολογία στο τι μπορούμε να πετύχουμε.
Δικαιολογημένα γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από το 1821. Δικαιολογημένα θυμόμαστε και τιμούμε εκείνους τους ήρωες. Κάποια στιγμή όμως πρέπει και να διδαχτούμε, να προβληματιστούμε και να επιδιώξουμε τη θέση που μας αξίζει στο μέλλον.
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο