και μοναδικού αυτού επιστήμονα και τα έργα του που έχουν σχέση με τη Θεσσαλία. Οδηγός μας είναι το άρθρο της εφημερίδας των Αθηνών «Ακρόπολις» της 5ης Απριλίου 1897. Την εντόπισε ηλεκτρονικά ο καλός φίλος και μέλος της Φωτοθήκης Αχιλλέας Καλτσάς, ο οποίος μού παραχώρησε ηλεκτρονικό αντίγραφό του.
Συνεχίζει ο Μιχ. Χρυσοχόου: «Κατά το 1870 ο κόσμος είχε καταληφθή υπό της μονομανίας των μεταλλείων. Και ο Χρυσοχόος είχεν ανακαλύψει έν τοιούτον χρωμίου κατά την περιφέρειαν Φαρσάλων, μεταξύ Τσαγκλή και Μπαϊράμ τεκέ[7]. Προσεκάλεσε τότε τον λοχαγό του Μηχανικού κ. Ρολλάν για να κάμη τοπογραφικόν σχέδιον του μεταλλείου. Άμα είδε τον κ. Ρολλάν εκπονούντα το σχέδιον εκείνο αμέσως του εμπήκε να γίνη τοπογράφος, έχων από της παιδικής του ηλικίας ιδιάζουσαν κλίσιν προς τα μαθηματικά. Αφήκε τότε την φωτογραφικήν, ηγόρασε μηχανήματα και επεδόθη εις την τοπογραφίαν. Ένας έμπορος εκ Βιτωλίων (Μοναστήρι Μακεδονίας) τροφοδότης του Τουρκικού στρατού, είχε μεταλλείον κινναβάρεως (ορυκτό του Υδραργύρου) και τον έστειλεν εις το Μορίχοβον της Μακεδονίας να του κάμη έν σχέδιον. Αύτη ήτο η πρώτη τοπογραφική εργασία του και εντεύθεν έλαβεν αφορμήν να γνωρίση ολίγον την Μακεδονίαν.
Κατά την εποχήν εκείνην είχεν εκραγεί ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος και εις τας Αθήνας είχον συσταθεί αι δύο εταιρείαι «Αμυνα» και «Αδελφότης», αι οποίαι βραδύτερον συνεχωνεύθησαν. Αι εταιρείαι αυταί είχαν κάμει εταίρους εις την Λάρισσαν, εις ένα των οποίων ανέθεσαν να κάμη την τοπογραφίαν της Λαρίσσης[8]. Το γεγονός τούτο τυχαίως όλως το έμαθεν ο κ. Χρυσοχόου και χωρίς να ειξεύρη κανείς, χωρίς να παραγγελθή από κανέναν, εκάθισε και και ετελείωσε τον χάρτην παραδώσας αυτόν μετά το τέλος εις τον εταίρον. Όταν έφθασεν εις τας Αθήνας ο χάρτης ούτος και τον είδεν ο Ισχόμαχος, ο οποίος ήτο εκ των δραστηριωτέρων μελών της εταιρείας, αμέσως εξετίμησε την επιστημονικήν του αξίαν και απετάνθη κατ’ ευθείαν προς τον Χρυσοχόου. Εις τον χάρτην εκείνον είχε κάμει όλα τα πυροβολεία, τα στενά και τας επικαίρους θέσεις της Λαρίσσης, έπειτα δε επεξέτεινε τας εργασίας του και εις τα άλλα τμήματα της Θεσσαλίας, σχεδιάσας το Φρούριον Βόλου, Δομοκού, Φαναρίου, Τρικκάλων, τους διαφόρους λόφους, τας επικαίρους θέσεις, τα στενά Μετσόβου, Καλαμπάκας και Τεμπών, την διάβασιν του Πιλάφ-Τεπί[9] και το σχέδιον όλων των Θεσσαλικών πόλεων. Έπειτα του ανέθεσαν την γενικήν τοπογραφίαν της Θεσσαλίας κατά το 1875-76 την οποίαν επεράτωσε και έφερε μόνος του εις Αθήνας, μεθ’ ό και πάλιν επέστρεψεν όταν ήρχιζεν η τελευταία επανάστασις της Θεσσαλίας.
Μετά την παύσιν της επαναστάσεως ταύτης κατά το Βερολίνειον Συνέδριον εγίνετο συζήτησις περί των πηγών του Καλαμά, του αρχαίου Θυάμιδος[10] και η Κυβέρνησις ηρώτησε περί τούτου τον κ. Χρυσοχόου. Ο κ. Χρυσοχόου δεν το ήξευρε και εστάλη υπό της Κυβερνήσεως δια της «Αμύνης» προς μελέτην των πηγών τούτων. Επήρε τότε την μεθόριον γραμμήν, κατήλθεν εις το Μέτσοβον και εκείθεν εις Ιωάννινα. Αι βροχαί τον εκράτησαν εκεί επί δέκα ημέρας. Μόλις δε έπαυσαν, εξηκολούθησε την μελέτην των πηγών τούτων, τας οποίας ανεύρεν εις το όρος Μερώπη (Νεμέρτσικα) παρά το χωρίον Κακόλακκος. Μετά την ανεύρεσιν των πηγών τούτων κατήλθεν εις Αγίους Σαράντα και εκείθεν δια Κερκύρας εις Αθήνας κατά το 1878, όπως αποτελέση μέρος της επιτροπής προς διαρρύθμισιν των ελληνοτουρκικών συνόρων.
Πράγματι η επιτροπή αυτή μετέβη εις την Πρέβεζαν, όπως συνεννοηθή μετά του εκεί διαμένοντος Γαζή Μουχτάρ Πασά, αλλά η συνεννόησις δεν επετεύχθη και η επιτροπή επέστρεψε πάλιν και ο Χρυσοχόου εξέδωσε δια δαπάνης της «Αμύνης» τον χάρτην της Μεσημβρινής Ηπείρου όλον γαλλιστί και συγχρόνως εδημοσίευσε γαλλιστί και ελληνιστί οριογραφίαν και υδατογραφίαν των ποταμών Πηνειού και Θυάμιδος και τα δυνατά όρια μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Ολίγον προ της παραδοχής της σημερινής γραμμής, οι εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεις εις τας διασκέψεις των είχον υπ’ όψιν τον χάρτην και το βιβλίον τούτο του κ. Χρυσοχόου. Αυτός ο εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυς της Ελλάδος τότε Αρμένης Βραΐλας, όταν ήλθεν εις τας Αθήνας εζήτησε να ίδη εις το ξενοδοχείον τον κ. Χρυσοχόου. Όταν τώ ανήγγειλαν ότι μετέβη, αφήκεν όλα τα επίσημα πρόσωπα μεθ’ ών συνδιελέγετο εις την αίθουσαν, εξήλθεν εις τον διάδρομον προς υπάντησιν και του είπε:
—Κύριε Χρυσοχόου μας εβγάλατε ασπροπροσώπους. Συνεπληρώσατε εργασίαν η οποία πολύ εξετιμήθη. Συνετελέσατε τα μέγιστα εις την διόρθωσιν πολλών πεπλανημένων ιδεών των Ευρωπαίων.
Μετά τον χάρτην της Μεσημβρινής Ηπείρου εξέδωσε δαπάνη του «Συλλόγου» και της «Αμύνης» τον χάρτην της Ηπείρου και Θεσσαλίας. Εν τω μεταξύ είχε σχηματισθή η διεθνής επιτροπή δια την διαχάραξιν των ορίων. Η επιτροπή αύτη όταν μετέβη εις το Μέτσοβον εύρεν αρκετάς δυσκολίας, διέκοψε τα εργασίας της και ανεχώρησε δια τα Ιωάννινα. Ο πρόεδρος της επιτροπής κ. Γερασ. Μεταξάς εζήτησε τότε υπό τον τίτλον του συμβούλου τον κ. Χρυσοχόου. Ο κ. Χρυσοχόου τους συνήντησεν όντως και ήρχισεν η εργασία. Και εν πρώτοις μετέβησαν μετά του Άγγλου ταγματάρχου Άρδαχ εις την υψηλοτέραν κορυφήν της Πίνδου, το Περιστέρι και εκείθεν εις το Μέτσοβον. Εκεί εγένετο φιλονικία περί του όρους Δοκίμι και παρά τας διαμαρτυρίας των Τούρκων, ζητησάντων να παραπλανήσουν την επιτροπήν, καθορίσθη το αληθές Δοκίμι. Μετά το πάθημα τούτο οι Τούρκοι απήτησαν και απεμακρύνθη ο κ. Χρυσοχόου, μείνας οπίσω από την επιτροπήν μίαν ημέραν. Κατόπιν όμως προηγήθη αυτής ιδρύων πυραμίδας επί των σημείων τα οποία ενόμιζεν ότι πρέπει να καθορισθούν ως όρια.
Μετά την προσάρτησιν ήλθεν εις τας Αθήνας, όπου έκαμε διαφόρους εκπαιδευτικούς και στατιστικούς χάρτας επί Κουμουνδούρου. Βραδύτερον επί Τρικούπη κατά το 1883-84, οπότε ο Ισχομάχος ήτο διευθυντής του επιτελικού γραφείου του υπουργείου των Στρατιωτικών, ο κ. Χρυσοχόου προσεκλήθη και ανέλαβε να εργασθή εις την Μακεδονίαν, εγκριθείσης της αναλόγου πιστώσεως. Πράγματι ήρχισε την εργασίαν ταύτην, εργασθείς επί τριετίαν και διακόψας ταύτην μόνον κατά την επιστράτευσιν του 1886, οπότε ήλθεν εις Αθήνας και έφερεν ενταύθα όλην την εργασίαν. Ο μακαρίτης Τρικούπης όμως δεν συγκατένευσεν εις παροχήν άλλης πιστώσεως και την περαιτέρω δαπάνην ανέλαβεν ο κ. Μελάς προς εξακολούθησιν της αρξαμένης εργασίας. Ο κ. Χρυσοχόου μετέβη και πάλιν τότε εις Μακεδονίαν, όπου διέμενε μέχρι του 1895 όπου επηγγέλλετο τον φωτογράφον, πράγματι όμως ειργάζετο επί του χάρτου του.
Όλος αυτός ο βίος του εις την Μακεδονίαν είναι πλήρης επεισοδίων, τα οποία ατυχώς ένεκα εθνικών λόγων δεν γράφονται. Το σπουδαιότερον όμως εξ όλων είναι ότι κατά το 1889 μεταβαίνων εκ Καστοριάς εις Σιάτισταν έπεσεν εις τα χέρια των ληστών οι οποίοι τον απεγύμνωσαν. Το πάθημά του τούτο τον έκαμε να γνωρισθεί με τας τουρκικάς αρχάς, οι οποίοι αφού ηρεύνησαν ανεκάλυψαν και κατέσχεσαν τας σημειώσεις και την χαρτογραφικήν εργασίαν του, χαρακτηρίσαντες αυτόν ως κατάσκοπον. Φύσει φιλύποπτοι οι Τούρκοι τον συνέλαβον και σιδηροδέσμιον τον μετέφερον εις Σέρβια, εις το Στρατοδικείον των οποίων τον εδίκασαν και ευτυχώς χάρις εις τας ενεργείας ισχυρού του φίλου τον ηθώωσαν»._
Άξιος ο μισθός του
[7]. Μεταξύ της Ερέτριας και του τεμένους του Μπαϊράμ στα Ασπρόγεια. Κατά την αδελφή του Αμαλία Παπασταύρου Χρυσοχόου, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα είχε ενδιαφερθεί και για το λατομείο του πράσινου μαρμάρου στη Χασάμπαλη.
[8]. Πρόεδρος ήταν ο Π. Καλλιγάς, Ταμίας ο Μιχ. Μελάς (πατέρας του Παύλου Μελά), επιτελάρχης ήταν ο Κων. Ισχόμαχος και γραμματέας ο Ιω. Κωστής. Ο Χρυσοχόου γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Η Οικία Αριστ. Μουσούρη, υπηκόοου Άγγλου εκ Κεφαλληνίας, ήτο το Κέντρον εν ή οι εξέχοντες των Λαρισσαίων συνήρχοντο και εσκέπτοντο επί ζητημάτων τα οποία εξ Αθηνών ητούντο. Τον Αριστ. Μουσούρην, εν Βώλω διαμένοντα, αντεπροσώπευεν ο Γραμματεύς αυτού Διονύσιος Γαλάτης, Κεφαλλήν (Ιθακήσιος). Εν Λαρίσση διαμένων από του 1873 δια μεταλλευτικάς εργασίας και ως φωτογράφος, εγνώριζον τα καθ’ αυτούς και ήμην φίλος αυτών. Έν εσπέρας, εκ συμπτώσεως εις μίαν των συνεδριάσεών τους παρευρεθείς, ο κυρ. Φαρμακίδης … ανέγνωσε μίαν επιστολήν του Κ. Ισχομάχου, δια της οποίας εζήτει πληροφορίας περί Λαρίσσης, έν σχέδιον αυτής και τας συνοικίας των Τούρκων, των Εβραίων και των Χριστιανών, και προσέθεσεν ότι έκαμεν όλα ταύτα και τα έστειλε δια του Έλληνος Προξένου Ι. Παλαμήδη. Ταύτα ήρκεσαν εις εμέ. Μετά 3-4 ημέρας είχον ετοιμάσει το Τοπογραφικόν Χάρτην της Λαρίσσης μετά των πέριξ, τον οποίον έπεμψα κατ’ ευθείαν προς τον Κ. Ισχόμαχον. Μετά τινας ημέρας έρχεται εις αναζήτησίν μου ο κ. Φαρμακίδης, Τραπεζίτης εν Λαρίσση, κατ’ εντολήν του Προέδρου κ. Αριστ. Μουσούρη και επέδειξεν εις εμέ επιστολήν του Κ. Ισχομάχου, κατ’ εντολήν του Συλλόγου «Αμύνης και Αδελφότητος», τη εισηγήσει αυτών, οποίος τις είμαι και εάν δέχομαι να εργασθώ, όπερ και εγένετο».
[9]. Περιοχή κοντά στο Βελεστίνο.
[10]. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ηπείρου και εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος.