Του Γιάννη Μήτσιου, Φυσικού - Νομικού
Έχει υποστηριχθεί ότι στην Αρχαία Ελλάδα έγινε η μεγαλύτερη έκρηξη δημιουργικότητας στην παγκόσμια ιστορία. Το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, επιφανείς ξένοι άνθρωποι του πνεύματος που άφησαν ανεξίτηλο το πέρασμά τους στην ιστορία. Ο Κικέρων έγραφε: «Δεν υπάρχει τίποτα ανθρωπινότερο και ιερότερο απ’ την Ελλάδα». Ο Βολταίρος: «Στην Ελλάδα οφείλουμε τα φώτα μας και το σύνολο των αρετών μας». Ο Λαμαρτίνος: «Η Ελλάδα είναι το βάθρο πάνω στο οποίο οι αιώνες έστησαν το άγαλμα της ανθρωπότητας». Ο Γκαίτε: «Ό,τι είναι η καρδιά και ο νους για τον άνθρωπο είναι η Ελλάδα για την ανθρωπότητα». Και ο Νίτσε: «Οι Έλληνες ανακάλυψαν τους βασικότερους τύπους της φιλοσοφικής διανόησης στους οποίους οι μεταγενέστερες γενιές δεν πρόσθεσαν τίποτα περισσότερο».
Χωρίς να σημαίνουν ότι και τότε δεν υπήρχαν μελανά σημεία, όλα τα παραπάνω, όπως και πολλά άλλα, είναι φυσικό να γεμίζουν τα στήθη μας περηφάνια, η οποία πολλές φορές γίνεται οίηση, έπαρση και κομπασμός. Συχνά - πυκνά παίρνουν τα μυαλά μας αέρα, το ευερέθιστο των Ελλήνων με την εύκολη εναλλαγή της χαράς με τη λύπη, της ηρεμίας με την οργή και με κυρίαρχο στοιχείο τον ψυχικό αναβρασμό. Έτσι, πολύ συχνά υποστηρίζουμε ότι είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου που ζει στην ωραιότερη χώρα της οικουμένης και γι’ αυτό δεχόμαστε τον φθόνο και το μίσος πολλών άλλων που μας επιβουλεύονται και θέλουν να μας καταστρέψουν.
Ωστόσο, μας διαφεύγει ότι η Αρχαία Ελλάδα έπαψε να υπάρχει ως κράτος το 168 π.Χ. όταν, μετά τη μάχη της Πύδνας και την ήττα των Μακεδόνων, υποδουλώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η κατοχή αυτή συνεχίζεται επί δύο χιλιάδες σχεδόν χρόνια, μέχρι το 1821. Οι κατακτητές ήταν πολλοί: Γότθοι, Σλάβοι κ.λπ. και οι τελευταίοι Τούρκοι επί τετρακόσια χρόνια. Στα χρόνια αυτά ο Ελληνισμός διατηρήθηκε και διέπρεψε αλλά εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Στην Αλεξάνδρεια και τη Βόρειο Αίγυπτο, στη Σμύρνη και στα παράλια της Μικράς Ασίας, στον Εύξεινο Πόντο και στην Κριμαία, στην Οδησσό και τη Σεβαστούπολη, στην Κεντρική Ευρώπη, στην Ιταλία και αλλού. Και σε όλα αυτά τα μέρη αναδείχτηκαν σπουδαίοι Έλληνες, οι οποίοι έγιναν αργότερα μεγάλοι δωρητές και ευεργέτες και στήριξαν στα πρώτα της βήματα τη νέα Ελλάδα. Ο Αβέρωφ, ο Αρσάκης, ο Βαρβάκης, ο Ζάππας, ο Μαρασλής, ο Σίνας, ο Τοσίτσας, ο Χαροκόπος και τόσοι άλλοι μέχρι τους νεότερους Ωνάση και Νιάρχο. Όσοι παρέμειναν στα όρια της Αρχαίας Ελλάδος είχαν την τύχη όλων των υπόλοιπων λαών. Έγιναν παρίες και κολίγοι των κατακτητών και των κάθε είδους αφεντικών. Οι προεστοί, οι ασκούντες τη διοίκηση διακρίνονταν από τον γνωστό κοτζαμπασισμό, την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό. Οι υπόλοιποι κατέφευγαν στο μπαξίσι και το ρουσφέτι για να εξευμενίσουν τους ισχυρούς και στην αναζήτηση κάποιου προστάτη, κάποιου μπάρμπα στην Κορώνη ή κάπου αλλού. Οι Γραικοί έγιναν Γραικύλοι. Όσοι δεν τα μπορούσαν όλα αυτά το έριχναν στο αρματωλίκι και στην κλεφτουριά. Και για τις δραστηριότητες αυτές, οι αρματωλοί και οι κλέφτες είχαν τον θαυμασμό των υπόδουλων και αποτελούσαν πρότυπα ηρωισμού, λεβεντιάς και παλικαριάς.
Όλα αυτά, όλες αυτές οι δηλώσεις, οι εξευτελισμοί και οι ταπεινώσεις, όλη αυτή η αιώνια πάλη εναντίον του ξενοκίνητου και μισητού κράτους και των εκπροσώπων του ήταν φυσικό να δημιουργήσουν στο λαό τα ανάλογα αισθήματα και την αντίστοιχη νοοτροπία και τρόπο συμπεριφοράς.
Σήμερα, διακόσια σχεδόν χρόνια μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, αναρωτιέται κανένας κατά πόσο οι Έλληνες έχουμε απαλλαγεί από αυτές τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές. Σε τι βαθμό σταματήσαμε να βλέπουμε το κράτος σαν δυνάστη και τους αξιωματούχους σαν επιβήτορες του λαού. Και πολλοί και διάφοροι αντιδρούν σαν να βρίσκονται ακόμη σε καθεστώς Τουρκοκρατίας. Η φοροδιαφυγή και η φοροκλοπή έγιναν σχεδόν εθνικά σπορ. Η διεθνής διαφάνεια κατατάσσει την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις λίστας της διαφθοράς. Το μπαξίσι που σήμερα λέγεται φακελάκι, γρηγορόσημο ή κάπως αλλιώς ολοένα και εξελίσσεται. Οι κατέχοντες θέσεις εξουσίας, από τους πολιτικούς μέχρι τους δικαστικούς ευλογούν πρώτα τα γένια τους σαν άλλοι κοτζαμπάσηδες. Και, βέβαια, η πελατειακή και ρουσφετολογική τακτική συνεχίζεται ακάθεκτη.
Στην Αρχαία Ελλάδα ο Σωκράτης συνιστούσε στους συμπολίτες του να αποκτήσουν αυτογνωσία, το «γνώθι σ’ αυτόν». Ζητούμενο, νομίζω, και σήμερα είναι η αυτογνωσία. Να αναρωτηθούμε ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να είμαστε. Να είμαστε, άραγε, απόγονοι του Μεγαλέξανδρου ή μήπως του Καραγκιόζη; Είναι καιρός, ωστόσο, να κατανοήσουμε όλοι, πολιτικοί και πολίτες, άρχοντες και αρχόμενοι, πως ο τροχός της ιστορίας δεν αρχίζει να κινείται προς την εξέλιξη και την πρόοδο αν δεν ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς με το παρελθόν. Αν δεν απαλλαγούμε από νοοτροπίες και αγκυλώσεις που κουβαλούμε από τα παλιά. Αν δεν προσαρμοστούμε στην εποχή μας, στο σήμερα.