του. Τον πόνο, τη θλίψη, τη χαρά ή την οργή του.
Διακόσια χρόνια, όμως, είναι πολλά για να συναισθανθείς τους επαναστάτες προγόνους σου και να μπεις στα τσαρούχια του Καραϊσκάκη, του Κολοκοτρώνη, αλλά και του απλού ραγιά, του ανώνυμου υπόδουλου, που πήρε τη χατζάρα στο χέρι. Εδώ δεν μπορούμε να συναισθανθούμε τον σημερινό πονόδοντο του συντρόφου μας, πόσο, στ’ αλήθεια, εύκολο είναι να μερακλώσουμε στο τραγούδι που είπε ο Μακρυγιάννης με τον Γκούρα στην Ακρόπολη «Ο ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη» λίγο μετά αφότου ο τελευταίος πέταξε τον Ανδρούτσο από τα τείχη της; Βοηθάει βέβαια η γέφυρα που στήνουν οι ιστορικοί, περισσότερο ο Βακαλόπουλος και λιγότερο ο Κορδάτος, αλλά πάλι κομματάκι δύσκολο είναι να φανταστείς την πείνα με το στομάχι γεμάτο και το κρύο με το καλοριφέρ στο 23. Χωρίς συνειδητή προσπάθεια να κολλήσεις τις ψηφίδες του παρελθόντος και να φανταστείς ένα παρόν εντελώς διαφορετικό από το σημερινό, η ενδυμασία του τσολιά φαίνεται κουστούμι του gayparade και οι βρακοφόροι της Κρήτης μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Τι μένει λοιπόν να κάνεις αν πρέπει να γιορτάσεις την ξεχωριστή επέτειο των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης; Πρώτον, να αποφασίσεις για να καθαρίσεις τη ματιά σου, τι είναι για σένα η πατρίδα, η «πατρίδα γαία», η γη του πατέρα σου δηλαδή, για να καταλάβεις για ποιο πράγμα μιλάμε. Ωραίος ο Διεθνισμός, αλλά ο εχθρός δε χτυπά το κουδούνι του σπιτιού σου κρατώντας λουλούδια στα χέρια. Καταστρέφει, αρπάζει, καίει, βιάζει και σκοτώνει ό,τι είναι δικό σου και πρέπει τότε να είσαι αποφασισμένος ή θα πεις «περάστε» ή θα αμυνθείς με ό,τι έχεις. Φαντάσου τώρα αυτό να γίνεται για 400 χρόνια. Ε, εκείνοι κάτι είχαν πιάσει από την έννοια της πατρίδας.
Δεύτερον, πρέπει να ξεχωρίσεις τους μύθους απ’ τις αλήθειες. Καμιά ομόνοια δεν υπήρχε στην επανάσταση. Το Πατριαρχείο αναθεμάτισε τον Κοραή και καταδίκασε τον Υψηλάντη, ο Γρηγόριος ο Ε’ μπορεί να συγκλόνισε με τον τραγικό θάνατό του, αλλά πρόλαβε να αποκηρύξει την επανάσταση με επιστολή του στους επισκόπους των υπόδουλων, ο Διάκος εγκαταλείφθηκε από το Διοβουνιώτη και τον Λεπενιώτη στην Αλαμάνα με τη γνωστή εξέλιξη κι ο Καραϊσκάκης καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία από τον Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι πριν φονευθεί, στο τέλος, από αδερφικό χέρι στο Φάληρο. Ο Κολοκοτρώνης, επίσης, φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία και καταδικάστηκε σε θάνατο, ο Μιαούλης έκαψε το 1831, στον Πόρο, τη φρεγάτα «Ελλάς», που αγοράστηκε με τα αγγλικά δάνεια, ενώ κι ο μέγιστος Καποδίστριας εκτελέστηκε από τον Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο, τη ίδια χρονιά. Δε το λες και ομοψυχία. Από την άλλη, ούτε κρυφό σχολειό υπήρχε, ούτε ορκωμοσία οπλαρχηγών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, στην Αγία Λαύρα. Πρέπει να τα θυμάσαι όλα αυτά, αλλά από τα μαλώματα να κρατάς τα τελικά αποτελέσματα κι από τους μύθους τον συμβολισμό τους. Τα πρώτα είναι ίσως αυτονόητα στις πρώιμες κοινωνίες και οι μύθοι, αυτά τα καλόβουλα ψέματα, έδεσαν εκ των υστέρων το γλυκό της νεότερης ιστορίας, κάρφωσαν τα μαδέρια στον σκελετό της σύγχρονης κατασκευής του έθνους μας. Αυτοί έβρεξαν τα μάτια μας και σήκωσαν τις τρίχες μας σα σπαθιά όρθια! Ας δεχτούμε ότι ήταν καλοπροαίρετοι. Για το καλό μας είναι.
Τρίτον, δεν είμαστε έθνος ανάδελφο ή περιούσιος λαός, ας το πάρουμε χαμπάρι. Την επανάσταση του 1821 την έκαναν άνθρωποι με ικανότητες βέβαια και εξαιρετικά ψυχικά χαρακτηριστικά, αλλά ταυτόχρονα με πάθη, ελαττώματα κι αδυναμίες. Πρόσωπα που είχαν αντιδικίες μεταξύ τους, αλλά και διαφορετικά συμφέροντα. Όπως και να έχει όμως, μολύβι και χαρτί για να λογαριάσουν, αν τους βγαίνουν τα κουκιά δεν πήραν. Μια χούφτα κουρελιάρηδες (τσολιάδες δηλαδή, από την τουρκική λέξη τσολ=κουρέλι) μπροστά σε μια αυτοκρατορία τι λογαριασμό να κάνουν; Αν το είχαν πράξει, σήμερα θα ήμασταν απάτριδες, όπως οι Κούρδοι, που αν και 40 εκατομμύρια είναι σκορπισμένοι σε 3 χώρες και οι Παλαιστίνιοι, που ενώ είναι ιστορικός λαός, βρίσκονται φυλακισμένοι στο Ισραήλ. Απλοί άνθρωποι ήταν, όπως όλοι απανταχού της γης, αλλά τους οφείλουμε τον αιώνιο σεβασμό στην αποκοτιά τους και την καθολική, επίσης, ευγνωμοσύνη για την αυτοθυσία τους, επειδή δεν πήραν κομπιουτεράκι. Παρόλα αυτά είναι η δική μας επανάσταση, η δική μας ιστορία που μας κάνει περήφανους, είναι το δικό μας ανδραγάθημα, που δεν πρέπει όμως να το ερμηνεύσουμε εθνικιστικά, παρά μόνο πατριωτικά. Κι άλλοι λαοί έχουν προσφέρει πάρα πολλά στον κόσμο για να είναι περήφανοι, αλλά προς τι η σύγκριση; Δεν υπάρχουν Ολυμπιακοί υπερηφάνειας.
Τέταρτον, αν φωνάζεις ακόμα στις πορείες «Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτείς. Χωρίς τους Αμερικάνους της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) μάλλον ο Ιμπραήμ θα είχε σήμερα βίλα στην Πελοπόννησο κι η Ακρόπολη θα φιλοξενούσε ακόμη καρκίνωμα στα σπλάχνα της τζαμί. Αν, πάλι, ψάχνεις τον γνήσιο Ελληνα στις καταλήξεις –όπουλος και –ίδης ξανά θα απογοητευτείς, γιατί δύσκολα θα ερμηνεύσεις τη φιλοπατρία του αξιοθαύμαστου Αντετοκούνμπο. Ο γνήσιος σεβασμός του, κι η βαθιά αγάπη του, για την Ελλάδα και τη σημαία είναι συγκινητικός! Όπως και η φωτογραφία του ντυμένος τσολιαδάκι στα μαθητικά του χρόνια.
Τέλος, θα πρέπει να νιώθεις τυχερός που η φιλοπατρία σου σήμερα δε χρειάζεται μπαρούτι και αίμα να διαπιστωθεί. Αρκεί να μη κλέβεις την εφορία, να μη καταστρέφεις τη δημόσια περιουσία και να εργάζεσαι με ευθύνη και ευσυνειδησία για το κοινό καλό. Είναι πολλά; Ε, τότε, σκέψου τι έκαναν οι άλλοι!
Από τον Δημήτρη Παπαχατζόπουλο