όμως απέτυχαν κυρίως γιατί δεν υπήρξε ο κατάλληλος σχεδιασμός. Έτσι κι αλλιώς και πριν 200 χρόνια, όταν ξέσπασε η Επανάσταση που μας έδωσε την εθνική μας ελευθερία, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής ήταν από εχθρικές έως αδιάφορες ως προς το ελληνικό εγχείρημα. Αυτό, όμως, που ξεχώριζε τη Φιλική Εταιρεία, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο, τους Υψηλάντηδες ή τον Καποδίστρια δεν ήταν μόνο ο φλογερός τους πατριωτισμός, αλλά και η συνειδητοποίηση ότι με το βλέποντας και κάνοντας δεν φτιάχνεις ελεύθερο κι ανεξάρτητο κράτος...
Εν έτει 2021 η πατρίδα μας δεν αναζητά την εδαφική της ελευθερία ούτε να προσαρτήσει εδάφη που δεν της ανήκουν. Έχει, όμως, κάθε δικαίωμα ως κράτος που σέβεται και τιμά το διεθνές δίκαιο να υπερασπίζεται την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα από οποιαδήποτε επιβουλή, αλλά και να τα επεκτείνει όπου αυτό της επιτρέπεται από διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει. Για να επεκτείνει, όμως, η Ελλάδα την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο ή για να οριοθετήσει ΑΟΖ με όλες τις γειτονικές της χώρες κατά το εθνικό συμφέρον και δίχως αστερίσκους απαιτείται ένα μεσομακροπρόθεσμο σχέδιο που απουσιάζει από τη φαρέτρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τα πρόσφατα «παιχνιδάκια» της Αιγύπτου με την Τουρκία -μολονότι για χάρη του Καΐρου αποδεχθήκαμε μειωμένη επήρεια ακόμα και της Κρήτης- αποδεικνύουν του λόγου μας το αληθές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία τάσσεται σταθερά υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία, με αποκλειστικό όμως ζήτημα προς συζήτηση κι επίλυση αυτό της υφαλοκρηπίδας και, συνεπάκολουθα, της ΑΟΖ. Δεν είμαι, ωστόσο, σίγουρος ότι αυτή είναι η επιδίωξη και της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Υπενθυμίζω ότι ο σύμβουλος ασφαλείας του πρωθυπουργού, Θάνος Ντόκος, είχε μιλήσει, ως «λαγός» δυσμενών εξελίξεων άραγε, για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο.
Είναι χαρακτηριστικές, επίσης, οι κυβερνητικές παλινωδίες στο ζήτημα των κυρώσεων της ΕΕ σε βάρος της Τουρκίας, τις οποίες πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας στο τελευταίο Συμβούλιο Κορυφής που συμμετείχε, τον Ιούνιο του 2019. Μέχρι και το καλοκαίρι του 2020 η κυβέρνηση μας έλεγε πως δεν είναι αυτοσκοπός, στη συνέχεια πως όχι μόνο θα επιβληθούν αλλά και θα «δαγκώνουν» και σήμερα, αφού δεν έχουμε δει κανένα «δάγκωμα», έχουν επιστρέψει στη ρητορική του ότι οι κυρώσεις δεν έχουν και τόση σημασία. Την ίδια ώρα, ο Αντώνης Σαμαράς και η σαμαρική πτέρυγα της ΝΔ χαρακτηρίζουν την Τουρκία κράτος -πειρατή και καλούν σε διακοπή των διερευνητικών.
Όσον αφορά το Κυπριακό κι ενόψει του νέου κύκλου διαπραγμάτευσης στα τέλη Απριλίου, Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία οφείλουν να αξιοποιήσουν ως βάση της συζήτησης τα δεδικασμένα του Κραν Μοντανά, το 2017: διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία χωρίς τουρκικό στρατό κατοχής και δίχως εγγυήτριες δυνάμεις.
Αν η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να συζητήσει τη λύση δύο κρατών στη Μεγαλόνησο, να ξέρει ότι δεν θα βρει μόνο την αξιωματική αντιπολίτευση απέναντί της, αλλά τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού κι ελληνοκυπριακού λαού.
Από όλα τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι η κυβέρνηση πορεύεται και στην εξωτερική πολιτική δίχως μπούσουλα, η στρατηγική απουσιάζει και οι επιμέρους τακτικισμοί της έχουν το βλέμμα στραμμένο στο εσωκομματικό ακροατήριο και στη δημιουργία επικοινωνιακών εντυπώσεων. Για όλα αυτά είναι απαραίτητη η άμεση σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών. Τώρα είναι η ώρα, εν αναμονή και της στάσης του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, απέναντι στην Άγκυρα, να διαμορφώσουμε μια νέα εθνική γραμμή με ξεκάθαρες «κόκκινες» γραμμές. Διαφορετικά πολύ φοβάμαι πως δεν θα έχουμε κάτι να γιορτάσουμε από τις αποφάσεις των Βρυξελλών και θα γίνουμε στο ίδιο έργο θεατές. Για ακόμα μια φορά...