Του Κώστα Γιαννούλα
Τα αίτια, που οδήγησαν πριν μερικές δεκαετίες στην αστυφιλία και έφεραν σιγά-σιγά την πλειοψηφία του λαού της υπαίθρου στις πόλεις, είναι λίγο ως πολύ γνωστά και δεν θα επιμείνω σ’ αυτά. Αρκεί να υπενθυμίσω μόνο, ότι η φυγή αυτή είχε σαν μόνιμη επωδό «το πήγαινε στην πόλη, για να βρεις καλύτερη τύχη μαθαίνοντας γράμματα και περισσότερες ευκαιρίες για δουλειά, προκειμένου να γλυτώσεις απ’ το τέλμα, τη φτώχεια και τη λάσπη της αγροτικής και κτηνοτροφικής ζωής».
Τα χρόνια πέρασαν και για κάποια περίοδο το όνειρο έγινε πραγματικότητα, στηριγμένη, όμως, στην άμμο και σε γυάλινα πόδια. Γι’ αυτό και με την εμφάνιση της σημερινής κρίσης έγινε αντιληπτό, ότι όνειρο ήταν και πάει, και θεωρούνται τυχεροί, πλέον, στις μέρες μας, όσοι είχαν και συνεχίζουν να έχουν γέφυρες επικοινωνίας, πολύ δε περισσότερο και κάποια περουσιακά στοιχεία ή «κεραμίδι» σε κάποιο χωριό, μια που με τα έργα υποδομής και τις βελτιώσεις, που εν τω μεταξύ έγιναν στην επαρχία, ήρθαν τα πάνω κάτω και τ’ ανάπαλιν.
Κατάγομαι από χωριό και μετά λόγου γνώσεως προσυπογράφω τις προηγούμενες διαπιστώσεις, ειδικά τώρα που είμαι και συνταξιούχος. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι με τις προϋποθέσεις, που προανέφερα, η ζωή στο χωριό υπερέχει, πλέον, εν πολλοίς σ’ ορισμένους τομείς συγκρινόμενη μ ‘ αυτή της πόλης.
Πρώτα-πρώτα το κόστος ζωής είναι αρκετά μικρότερο. Αν. μάλιστα, πιάνουν τα χέρια σου, περιποιείσαι λαχανόκηπο και εξασφαλίζεις δικά σου οπωροκηπευτικά κατά τη θερινή περίοδο ή φροντίζεις τις παραμελημένες ελιές σου και βγάζεις το λαδάκι σου ή τρως αυγά και κρέας απ’ τις κοτούλες σου και πάει λέγοντας, το κόστος αυτό μικραίνει ακόμη περισσότερο. Κοντά σ’ όλα αυτά, αν προσθέσεις τη δημιουργική εκμετάλλευση του χρόνου σου, που σε βοηθά να μην πλήττεις και σου χαρίζει καλή διάθεση και ευεξία, αντιλαμβάνεσαι εύκολα την υπεροχή σ’ αυτόν τον τομέα της ζωής στο χωριό έναντι αυτής της πόλης.
Αλλά και τη μοναξιά σου μπορείς να την αντιμετωπίσεις με περισσότερη ευκολία, γιατί ευκολότερα εισπράττεις την «καλημέρα» απ΄ τους συγχωριανούς, η ατμόσφαιρα στο καφενείο είναι πιο οικεία αλλά και μόνη ή μόνος να καθίσεις είτε στο σοκάκι, έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού σου, είτε κάτω απ’ τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού, ούτε σε παρεξηγεί κανένας αλλά και οι πιθανότητες κάποιος να σε πλησιάσει είναι πολλές. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι και οι πιθανότητες κάποιος να σου χτυπήσει την πόρτα, όταν χρειάζεσαι υποστήριξη και ένα πιάτο φαϊ, είναι πολύ περισσότερες.
Πέραν αυτών, η καμπάνα του χωριού και η εκκλησία, καθώς και η πλατεία συνεχίζουν να φέρνουν συχνά-πυκνά τους ανθρώπους του χωριού πιο κοντά, ενώ θεωρείται δεδομένη η συμμετοχή των πολλών και στις χαρές και στις λύπες συγχωριανών τους.
Κοντολογίς, η ζωή στο χωριό υπερέχει εν πολλοίς συγκρινόμενη με τη ζωή της πόλης στον ανθρωπιστικό και κοινωνικό τομέα και κοστίζει, αν το θες, λιγότερο. Ειδικά, μάλιστα, αυτήν την περίοδο, που η ανεργία και η ανέχεια πλήττει μεγάλες μάζες του λαού μας, γι’ αυτούς, που έχουν ή κληρονόμησαν κάποια κτηματάκια ή αναζητούν εποχιακές εργασίες χωρίς κόμπλεξ κατωτερότητας, το χωριό προσφέρεται ως διέξοδος για την αντιμετώπισή τους. Αν, δε, εκτός των άλλων είσαι και συνταξιούχος και διαθέτεις αυτοκίνητο, δεν το συζητώ, ότι αξίζει τον κόπο ν’ αλλάξεις τρόπο ζωής και να εγκατασταθείς στο χωριό σου. Εγώ το γεύομαι και το κατευχαριστιέμαι.