Ξεκινούσαμε τα συμβούλια και τα διαβούλια σε ποιο σπίτι θα ντυθούμε και τι θα ντυθεί ο καθένας μας. Ανοίγαμε στη συνέχεια με τη βοήθεια της μάνας, τα παλιά κασόνια και τις κασέλες για να βγάλουμε από μέσα τα λογιών-λογιών σκουτιά και ρούχα, παλιά ή απλώς μεταχειρισμένα και τα οποία θα ταίριαζαν στο συγκεκριμένο ντύσιμό μας. Από το μαγαζί με 5 δραχμές αγοράζαμε το προσωπίδι μας, τη μάσκα μας δηλ., η οποία ήταν φτιαγμένη με χαρτοπολτό και έντονα χρωματισμένη, ενώ μερικές φορές γινόταν στο σπίτι με πανί ή μ' ένα χαρτόνι. Όταν πιστεύαμε ότι τα έχουμε όλα έτοιμα, με προσοχή να μην τα δουν ξένοι, τα πηγαίναμε στο σπίτι που είχαμε κανονίσει για το ντύσιμο, να τους ρίξουν κι οι άλλοι μια ματιά, να μας πουν τη γνώμη τους παινεύοντάς μας γιατί βρήκαμε τα πρεπούμενα ή συμβουλεύοντάς μας τι πρέπει να προσθέσουμε ακόμα.
Τα ρούχα παρέμειναν εκεί μέχρι την Κυριακή, οπότε το μεσημέρι μετά το γρήγορο φαγητό, τρέχαμε όλοι να ντυθούμε, ώστε την ώρα που στην πλατεία θα πιαστεί ο χορός (χόρευε και τραγουδούσε τότε πολύ ο κόσμος) να είμαστε έτοιμοι να βγούμε, γιατί αργότερα είχαν τον λόγο οι μεγάλοι μασκαράδες, οι άντρες και ποιος θα μας λογάριαζε εμάς; Μόλις λοιπόν ξεκινούσε το κλαρίνο, το ντέφι και το τραγούδι, όλοι μας μια παρέα ξεκινούσαμε να γεμίσουμε με την παρουσία μας, τις απίθανες για την εποχή φορεσιές μας και τις λογιών-λογιών μάσκες μας, την πλατεία. Κάναμε αστεία, πειράζαμε τον έναν και τον άλλο, τρέχαμε από δω, κυνηγιόμασταν από κει, χορεύαμε κωμικά και σκορπούσαμε όσο μπορούσαμε το γέλιο, τη χαρά και το κέφι. Κι όταν ακούγαμε πως έρχονται οι μεγάλοι, γυρίζαμε γύρω-γύρω, ζητούσαμε και μαζεύαμε χρήματα απ' όσους παρακολουθούσαν, αλλά κι απ' αυτούς που χόρευαν, ενώ συγχρόνως φροντίζαμε να μη μας αναγνωρίσουν ποιοι είμαστε, γιατί το θεωρούσαμε καμάρι να μείνουμε μέχρι το τέλος άγνωστοι. Αποτραβιόμασταν μετά πάλι στο γνωστό μας σπίτι, παραδίναμε όσα χρήματα είχαμε συγκεντρώσει στον ταμία της παρέας κι ενώ εκείνος μετρούσε πόσα έμασε ο καθένας μας και πόσα όλα μαζί, βγάζαμε τα ρούχα του μασκαρά, φορούσαμε τα κανονικά και βγαίναμε πάλι στην πλατεία, να κάνουμε τώρα χάζι με τους μεγάλους. Τα χρήματα ή τα μοιράζαμε μεταξύ μας εξίσου ή και το συνηθέστερο τα κρατούσε ο ταμίας και προσθέταμε σε αυτά κι όσα άλλα μαζεύαμε την Κυριακή της Τυροφάγου, για να αγοράσουμε καμιά κότα και να τη φάμε, μαζί με όλα τα άλλα που θα είχαμε, την Καθαρά Δευτέρα στο ''ζιαφέτι'' (στο γλέντι δηλ.) που θα κάναμε.
Αυτά όσον αφορά το χωριό μου και δέστε τώρα, το τι συμβαίνει στην περιοχή μας, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της πατρίδας μας, αλλά και το τι συνέβαινε πριν από μερικές δεκαετίες, τότε που ο κόσμος τηρούσε πραγματικά και ευχαριστιόταν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου του.
Προβληματιζόμαστε σήμερα και ίσως και να στενοχωρηθούμε, για το τι θα κάνουμε αυτές τις γιορτινές μέρες, μετά τη ματαίωση και φέτος αυτών των αποκριάτικων εθίμων («σαμπαδρόμια» νομίζω λέγονται) και το λίκνισμα επάνω στα τρακτέρ των καλλονών (καμία απολύτως σχέση με τα ελληνικά ήθη και έθιμα). Και μη μου πει κάποιος ή κάποια ότι, υπήρχε τέτοιο έθιμο (η συνέχιση των ηθών δηλ.) όπου οι μανάδες τους και οι γιαγιάδες τους, πέταγαν τα ρούχα και με το ''εσώρουχο'' χόρευαν καλλιτεχνικά, όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά για να πάρει (διότι υπάρχει τέτοιο και μη σας φαίνεται περίεργο) το αντίστοιχο βραβείο, το οποίο πράγματι το δικαιούται ο άνθρωπος! Φταίει και πολύ σωστά λένε ο κορονοϊός.
Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται μόνο σε αυτό. Μόνοι μας καταστρέψαμε και συνεχίζουμε να καταστρέφουμε, τα ήθη και τα έθιμά μας. Μόνοι μας δηλητηριάσαμε τις σχέσεις μας. Μόνοι μας απομακρυνθήκαμε ο/η ένας/μία από τον άλλον/-η. Μόνοι μας ξεχάσαμε τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις των συγγενών μας, των φίλων μας, των γνωστών μας, διότι αυτές τις γιορτινές μέρες, θα έπρεπε να τα έχουμε σε πρώτη ζήτηση. Ας αναλογιστούμε λοιπόν, γιατί ο κόσμος παλιά που δεν ήξερε και δεν περίμενε τις εκδηλώσεις, που δεν μπορούσε να πάει σε τέτοιες ''γιορτές και πανηγύρεις'', πέρναγε καλύτερα, γλεντούσε και χόρευε, γέλαγε και πείραζε σκωπτικά ο ένας τον άλλον, αλλά και όλες και όλοι μαζί, απέβαλλε το άγχος του, βελτίωνε την ψυχική του διάθεση και εν τέλει ευχαριστιόταν τη ζωή και όλα αυτά που η ίδια αφιλοκερδώς του έδινε; Διότι, ο κόσμος ήταν όχι πιο δεμένος, αλλά απλά ''δεμένος''!
Προετοιμαζόταν ψυχολογικά και υλικά (οι νοικοκυρές δούλευαν στο μυαλό τους από μέρες πριν, τα φαγητά που θα φτιάξουν, για να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα, τους/τις καλεσμένους/-ες τους) και όταν έφτανε αυτή η ώρα, άνοιγε με χαρά και με ευχαρίστηση την πόρτα του σπιτιού της για να υποδεχτεί συγγενείς (μπορεί να ήταν και ντυμένοι καρναβάλια, οπότε έπρεπε και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τους αναγνωρίσει, μπορεί και όχι), φίλους/-ες, γνωστούς/-ές που τα χνώτα τους γνωρίζονταν με την ίδια. Καθόταν στο επίσημο τραπέζι, γεμάτο ζεστά παραδοσιακά και νόστιμα φαγητά, έτρωγαν, έπιναν και συζητούσαν ανθρώπινα για όλα τα θέματα και αφού με το καλό τελείωναν και είχαν καταναλώσει και το αγνό κρασάκι τους, ακολουθούσαν τα ωραία έθιμα της ημέρας, όπως η ''χάσκα'' (τοπικό έθιμο της περιοχής και με την κάθε περιοχή να έχει τα δικά της), το γιαούρτωμα που ακολουθούσε, τα πειράγματα μεταξύ τους και τα ανέκδοτα και έφταναν στο πιο ωραίο έθιμο της μέρας, το οποίο δεν ήταν άλλο, από τον χορό. Εκεί ξεφάντωνες, εκεί ξεχνούσες τα πάντα, εκεί έδιωχνες όλα τα λιπίδια που πριν λίγο κατανάλωνες, εκεί ευχαριστιόσουν τη γιορτή της Αποκριάς και προγραμμάτιζες τις επόμενες κινήσεις σου για του χρόνου. Αγκάλιαζες, φιλούσες, ευχαριστούσες τους οικοδεσπότες για τη φιλοξενία και έλεγες μέσα σου: Ευχαριστώ Θεέ μου, που με αξίωσες να ζήσω τέτοιες στιγμές, να βλέπω τη ζωή (η οποία όπως και να το κάνουμε είναι μικρή και με αυτά μεγαλώνει), έτσι όπως πρέπει να τη ζω και να την απολαμβάνω και ζητώ από εσένα να με προστατεύεις, ώστε και του χρόνου να απολαύσω ξανά τις ίδιες ωραίες σκηνές και παραστάσεις, για να έχω να λέω και να μεταβιβάζω και στα παιδιά μου και στα εγγόνια μου ότι η ευτυχία για τον άνθρωπο κρύβεται σε κάτι τέτοια τόσο απλά, αλλά ωραία πράγματα.
Καλές Απόκριες και καλή Σαρακοστή!
Από τον Γιάννη Γούδα