Μεταξύ των επαγγελματιών που δραστηριοποιήθηκαν στη Λάρισα από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου, ήταν ο Δημήτριος Α. Μπουμπουγιατζής, μία ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, την οποία θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε στο σημερινό σημείωμα. Ως τόπος καταγωγής του αναφέρεται ο Τύρναβος, αφού ο πατέρας του Αντώνιος Μπουμπουγιατζής που ήταν κτηματίας και κτηνοτρόφος, διέθετε ακίνητη περιουσία στις συνοικίες Αγίας Τριάδος και Αγίας Παρασκευής της πόλης. Περί το 1878 η οικογένεια του Αντωνίου Μπουμπουγιατζή εγκαταστάθηκε μόνιμα στη συνοικία «Φάληρο»της Λάρισας [1], όπου ο γιος του Δημήτριος δραστηριοποιήθηκε με το προσοδοφόρο για την εποχή επάγγελμα του γαλακτοπώλη. Μέχρι το 1886 όμως δε διέθετε δικό του κατάστημα. Μετέφερε το γάλα σε δοχεία από τον Τύρναβο και το μεταπωλούσε «από σπίτι σε σπίτι» στα νοικοκυριά της Λάρισας.
Τον Ιανουάριο του 1886 ο Δημήτριος Α. Μπουμπουγιατζής ενοικίασε ένα κατάστημα (εργαστήριο) στη συνοικία Ξυλοπάζαρο [2] της Λάρισας για δύο χρόνια και αντί συνολικού διετούς μισθώματος 36 χρυσών τουρκικών λιρών [εφεξής: λΤ.] (809,28 δρχ.), το οποίο προεξόφλησε άμεσα. Το κατάστημα αυτό (όπως και άλλα συνεχόμενα) ανήκε στη βακουφική περιουσία του τεκέ «Χαμεβή Καντρή» που βρισκόταν στη συνοικία του Ομέρ βέη (παρυφές λόφου Αγ. Αχιλλίου) [3] και τα μισθωτήρια συμβόλαια υπέγραψαν ο διαχειριστής (μουταβελής) Εμίν εφένδης και ο ηγούμενος του τεκέ Σεχ Αχμέτ Κουλουσή εφένδης Σερίφ [4]. Οκτώ όμως μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1886), τα κτίσματα κρίθηκαν κατεδαφιστέα λόγω εφαρμογής του σχεδίου πόλεως.
Τότε οι υπεύθυνοι του τεκέ επέστρεψαν τα ενοίκια που είχε προκαταβάλει ο Δημήτριος για τους μήνες που υπολείπονταν μέχρι τη λήξη της μισθώσεως [5]. Ο τελευταίος αναζήτησε άλλη επαγγελματική στέγη στην ίδια περιοχή. Το νέο κατάστημα στην οδό Μακεδονίας (σημ. Βενιζέλου), στο οποίο στέγασε την επιχείρησή του, θα ήταν σημείο αναφοράς για τη Λάρισα για τα επόμενα χρόνια μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου.
Την ίδια περίοδο (1886), ο Δημήτριος Μπουμπουγιατζής μεταβίβασε αντί 21,5 λΤ. (483 δρχ.) στον Κωνσταντίνο Ιω. Κατσάνο και στον αδελφό του Νικόλαο Ιω. Κατσάνο που ήταν οινοπώλες στη Λάρισα, έναν αμπελώνα στη θέση «Καργατζή» του χωριού Καζακλάρ (σημ. Αμπελώνας) [6].
Ο Δημήτριος μετέτρεψε το νέο κατάστημα σε ένα σύγχρονο για την εποχή παντοπωλείο με εδώδιμα και αποικιακά προϊόντα (κατάστημα χονδρικής και λιανικής). Παράλληλα συνέχισε τη διανομή του γάλακτος με νεαρούς υπαλλήλους που είχε προσλάβει. Η διετία 1888 – 1890 ήταν μία δύσκολη χρονιά για το εμπόριο και τις συναλλαγές στη Λάρισα. Η εμπορική κίνηση είχε ατονήσει, τα «βερεσέδια» αυξήθηκαν δραματικά και οι έμποροι αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Οι κατασχέσεις ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο σε μία πληγωμένη πόλη, εννέα μόλις χρόνια μετά από την απελευθέρωσή της (1881).
Στον Δημήτριο Μπουμπουγιατζή χρωστούσαν πολλοί πελάτες του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν έμποροι. Από τη μελέτη των συμβολαιογραφικών αρχείων (ΓΑΚ Λάρισας) διαπιστώσαμε ότι αυτός, παρόλο που είχε στα χέρια του κατασχετήρια (από οφειλές τρίτων προς αυτόν), ουδέποτε προέβη σε αναγκαστικούς πλειστηριασμούς ακίνητης περιουσίας των οφειλετών.
Ο ίδιος πάντοτε πίστευε πως η αναγκαστική εκποίηση δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη λύση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αδελφών Νικολάου Βασιλείου (παντοπώλη), Γεωργίου Βασιλείου (εμπόρου) και Κωνσταντίνου Βασιλείου (ταμιακού υπαλλήλου του Δήμου), οι οποίοι «θα έχαναν» για χρέη (από το 1888), τα 3/4 της κατοικίας τους στη συνοικία Αρναούτ (Αγίου Αθανασίου). Ο Δημήτριος Μπουμπουγιατζής ανέβαλε ο ίδιος τον πλειστηριασμό (1890) για έναν χρόνο, «μήπως εν τω μεταξύ δυνηθώσιν οι αδελφοί Βασιλείου και πληρώσωσι το προκείμενον χρέος» [7]. Και τελικά δικαιώθηκε για την επιλογή του, αφού το επόμενο διάστημα οι τελευταίοι τον εξόφλησαν πλήρως.
Για τις ανάγκες βοσκής των ζώων που κατείχε (πρόβατα, κατσίκες και αγελάδες), ο Δημήτριος Μπουμπουγιατζής ενοικίασε το 1891 «το δικαίωμα βοσκής» σε ένα μεγάλο λιβάδι στη Γιάννουλη της Λάρισας που ανήκε στην κυριότητα του κτηματία Νικολάου Β. Μακρή, κάτοικο Πουρναρίου του τότε Δήμου Νέσσωνος [8]. Την ίδια χρονιά (1891) αγόρασε και έναν αμπελώνα στη θέση «Νταρ-Γιολ» του Καζακλάρ που ανήκε στην κυριότητα της Ευγενίας, χήρας του Σταμούλη Αντωνίου (θυγατέρας του Βασιλείου Κόκκα) [9]. Παράλληλα ο πατέρας του Αντώνιος Μπουμπουγιατζής, μεταβίβασε στον κτηματία Θωμά Σίσκο μία οικία που κατείχε στην ενορία της Αγίας Τριάδος του Τυρνάβου. Το τίμημα ορίστηκε στις 30 λΤ. (674,40 δρχ.) [10].
Την επόμενη χρονιά ο Δημήτριος Μπουμπουγιατζής αποφάσισε να επεκτείνει την ατομική επιχείρηση που διατηρούσε (παντοπωλείο). Επέλεξε τον τομέα της παρασκευής και εμπορίας αλκοολούχων ποτών (οίνοι, τσίπουρα και μπράντι). Για τον σκοπό αυτόν αγόρασε από τους ήδη γνωστούς του οινοπνευματοποιούς, Γεώργιο και Κωνσταντίνο Ι. Κατσάνο, με τη συναίνεση της μητέρας τους Άννας (χήρας του Ιωάννη Κατσάνου), ένα παλαιό αποστακτήριο που διέθεταν, με όλο τον επί μέρους εξοπλισμό (κάδους, δρύινα βαρέλια, καρότσια κ.λπ.) αντί 800 δρχ. [11]. Τα μηχανήματα τοποθετήθηκαν στο μεγάλο υπόγειο της κατοικίας του, που όπως προαναφέρθηκε βρισκόταν στη συνοικία «Φάληρο» της Λάρισας. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι προαναφερθέντες οινοπώλες, μεταβίβασαν επίσης στον Δημήτριο Μπουμπουγιατζή μία οικία στη συνοικία «Πασσά Μπακάλη» της Λάρισας (περιοχή γύρω από τη σημ. οδό Λάμπρου Κατσώνη) αντί 1.200 δρχ. [12].
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Περιοχή μεταξύ των σημερινών οδών Κουμουνδούρου, Ανθίμου Γαζή, Καραθάνου και Ηρώων Πολυτεχνείου. Βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Φάληρο: Μια παλιά συνοικία της Λάρισας», Ελευθερία (Λάρισα), 9 Αυγούστου 2020.
[2]. Περιοχή μεταξύ των σημερινών οδών Παπαναστασίου, Βενιζέλου, Απόλλωνος και Κύπρου.
[3]. Θεόδωρος Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τ. ΙΙ, Κατερίνη: εκδόσεις «μάτι», 2007, σ. 425.
[4]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 015, αρ. 4269 (25 Ιανουαρίου 1886).
[5]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 019, αρ. 5222 (14 Σεπτεμβρίου 1886).
[6]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη και Παναγιώτη Σκαμβούγερα, φκ. 018, αρ. 5451 (1 Αυγούστου 1886).
[7]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 037, αρ. 10728 (3 Νοεμβρίου 1890).
[8]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 038, αρ. 11036 (7 Μαρτίου 1891) και αρ. 11197 (25 Απριλίου 1891).
[9]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 032, αρ. 11280 (31 Μαρτίου 1891).
[10]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 040, αρ. 12136 (19 Νοεμβρίου 1891).
[11]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 039, αρ. 14228 (24 Νοεμβρίου 1892).
[12]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 039, αρ. 14294 (7 Δεκεμβρίου 1892).