6.000 περίπου συνανθρώπων μας.
Είναι ανθρώπινο αυτή η κατάσταση να φέρνει στον νου μας πολλά και ποικίλα, που ζήσαμε σε προηγούμενα χρόνια. Κάποια από αυτά σχετίζονται με τα έργα που ασκήσαμε, ιδιαίτερα όταν μας προκαλούν κάποιες καταστάσεις, κάποιες επικρίσεις σύγχρονων ενεργειών ή παραλείψεων όσων έχουν ταχθεί στην προστασία των νόμιμων διεκδικήσεων και συμφερόντων των πολιτών. Και ο κανόνας είναι να αποδεχόμαστε τις επικρίσεις και να γινόμαστε και «βασιλικότερη του βασιλέως».
Θυμήθηκα μία αγόρευσή μου στο Κοινοβούλιο στις 4 Απριλίου 1985 κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής της Αναθεώρησης του Συντάγματος του 1975, την οποία μεταφέρω σ’ αυτό το σημείωμά μου.
«Στόχος της αναθεωρήσεως είναι η ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας με την ανύψωση της λαϊκής αντιπροσωπείας, την ισχυροποίηση του ρόλου του Κοινοβουλίου, την ενδυνάμωση του κοινοβουλευτισμού», έλεγε η εισηγούμενη την Αναθεώρηση Κυβέρνηση του Αν. Παπανδρέου.
«Θα συμφωνούσα απόλυτα ότι με την αναθεώρηση ενισχύεται η λαϊκή κυριαρχία, αν συνέτρεχαν οι εξής προϋποθέσεις: Αν ο βουλευτής ασκούσε τα δικαιώματά του, όπως ορίζει το Σύνταγμα και όχι όπως επιθυμεί το κόμμα του και τον διατάσσει να συμπεριφέρεται. Αν εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ο βουλευτής έχει απεριόριστο το δικαίωμα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου. Αν εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 65 παρ. 4 του Συντάγματος, που ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Βουλής μεριμνά για την κατοχύρωση της ελευθέρας έκφρασης της γνώμης των Βουλευτών. Αν τέλος οι βουλευτές υπήκοντες στον όρκο που έδωσαν κατά το άρθρο 59 του Συντάγματος είχαν σαν κύριο οδηγό την υπακοή στο Σύνταγμα και στους νόμους και τη συνείδησή τους...
Θα ενεργούσε κατά συνείδηση ο βουλευτής εάν δε διέτρεχε τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί επίορκος, πουλημένος, προδότης, να διαγραφεί από το κόμμα, ύστερα από τη γραμμή του ΠΑΣΟΚ, που διαπιστώσαμε αυτές τις μέρες (ΝΑΙ στην Αναθεώρηση)... Φάνηκε από όσα ακούστηκαν... ότι κάποιον άλλον ρόλο θέλει να παίζει ο βουλευτής...
«Το Σύνταγμά μας δεν καθιερώνει την αρχή της κομματικής πειθαρχίας. Ορίζει ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό. Δεν ορίζει ότι πηγάζουν από το κόμμα. Το κόμμα δεν ταυτίζεται με τον λαό. Σε κάποια άλλα καθεστώτα, βεβαίως εκεί λαός σημαίνει τα γραμμένα στο κόμμα μέλη».
«Οι βουλευτές δεν είναι αντιπρόσωποι του κόμματος. Είναι αντιπρόσωποι του έθνους, είναι αντιπρόσωποι του λαού. Το κόμμα πολλές φορές υπηρετεί σκοπιμότητες, που είναι αντίθετες προς εκείνο που θέλει ο λαός. Δεν του λέει πάντοτε όλη την αλήθεια, αλλά του αποκαλύπτει όση δεν είναι εμπόδιο στα σχέδιά του και στις επιδιώξεις του. Ο βουλευτής πρέπει να πειθαρχεί στο κόμμα εφόσον του ζητούνται πράξεις σύμφωνες με το Σύνταγμα και τους νόμους όπως εκείνος τις ερμηνεύει αβίαστα και ελεύθερα. Άλλως πρέπει να αντιδράσει, να διαφοροποιηθεί, να ορθώσει το ανάστημά του και να εναντιωθεί».
«Ο κοινοβουλευτισμός σ’ όλο τον κόσμο διέρχεται κρίση. Αισθητή είναι και στη χώρα μας και θα γίνει πιο αισθητή με την καθιέρωση της λίστας. Θα αντικαταστήσουν τους βουλευτές οι διορισμένοι από τον αρχηγό του κόμματος «αντιπρόσωποι» του λαού. (Με λίστα έγιναν οι βουλευτικές εκλογές του φθινοπώρου του 1985). Και η Βουλή, αν τώρα έχει μεταβληθεί σε θεραπαινίδα της εκτελεστικής εξουσίας, τότε θα μεταβληθεί σε τυφλό και άβουλο όργανο της Κυβερνήσεως».
«Τα ζήσαμε στην εκλογή Σαρτζετάκη. Στην απόφαση του κόμματος να ψηφισθεί στηθήκατε στην κυριολεξία στη γραμμή σαν νεοσύλλεκτοι στρατιώτες... Δε θα ξεχάσω το θέαμα, που παρουσιάζατε μετά την ψηφοφορία, στη γραμμή να επιστρέφετε, να ξανακάθεστε στην ίδια θέση, να έχετε μπροστά σας τα λευκά ψηφοδέλτια... αρκετό χρόνο, για να αποδείξετε ότι παραβιάσατε το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής... Δεν ενισχύετε έτσι η λαϊκή κυριαρχία... Δυστυχώς καταβαραθρώνεται πολύ περισσότερο και πολύ χαμηλότερα από το σημείο στο οποίο είχε φθάσει».
Πέρασαν από τότε, που υποστηρίζονταν αυτά στην Ολομέλεια της Βουλής, 35 περίπου χρόνια. Οι βουλευτές της Ν.Δ. της αίθουσας του Κοινοβουλίου τα δέχθηκαν με χειροκρότημα στο τέλος της αγόρευσης κατά τα πρακτικά της Βουλής. Σήμαινε αυτό ότι υιοθετούν και την ερμηνεία αυτήν των διατάξεων του Συντάγματος και την εκτροπή καθ’ αυτό και σημειώθηκε κατά την προεδρική εκλογή. Δεν υπήρξε όμως αντίδραση, αντίλογος, σε όσα λέχθηκαν ως προς την εκτροπή από τους κυβερνητικούς βουλευτές, που σημαίνει ότι σιωπηρά παραδέχθηκαν την ακρίβειά τους.
Το όλο πρόβλημα όμως είναι στην τελευταία δεκαετία έστω, που μπορούμε να έχουμε γνώση γεγονότων και συμπεριφορών, όσοι παρακολουθούμε τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, όχι η υιοθέτηση του νοήματος αυτών των συνταγματικών διατάξεων, αλλά ο τρόπος της εφαρμογής τους τόσο από τους βουλευτές, όσο και από τα κόμματα στα οποία ανήκουν!
Μήπως η κρίση που διέρχεται ο κοινοβουλευτισμός σ’ όλα τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, σε κάποια μεγαλύτερη και σε κάποια μικρότερη, οφείλεται και στο γεγονός ότι οι «αντιπρόσωποι» του λαού έγιναν υποχείρια των κομμάτων τους, και των επιδιώξεών τους; Μήπως οι εκλεκτοί του λαού χρησιμοποιούνται από τα κόμματά τους για να δικαιολογήσουν ακόμη και τις αθετήσεις των προεκλογικών εξαγγελιών και υποσχέσεων της πολιτικής τους παράταξης; Μήπως οι βουλευτές εισπράττουν το τίμημα των ανακολουθιών άλλων οργάνων του χώρου τους και δεν έχουν την τόλμη να εκφραστούν και να ενεργήσουν αβίαστα και ελεύθερα και τη γενναιότητα να φερθούν όπως ο Στάθης Γιώτας, που παραιτήθηκε από υπουργός και βουλευτής τον Δεκέμβριο του 1988 δηλώνοντας: «Αρνούμαι σαν μέλος της Κυβέρνησης να ταυτίζομαι από την κοινή γνώμη και να συγχρωτίζομαι με τυχοδιώκτες, απατεώνες και καταχραστές του δημοσίου χρήματος. Αρνούμαι να συμμετέχω σε μια κυβέρνηση που έχει απωλέσει το κύρος και την αξιοπιστία της και θεωρείται από την κοινή γνώμη σαν ύποπτη συγκάλυψης οικονομικών ατασθαλιών και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, που είναι στέρημα του εργαζόμενου λαού. Αρνούμαι να συμμετέχω στις ευθύνες για το πολιτικό και ηθικό κατρακύλισμα της χώρας και τη διαφθορά των θεσμών και της δημοκρατίας, που οδηγεί σε επικίνδυνους δρόμους. Αρνούμαι να συμμορφωθώ σε εντολές φασιστικής έμπνευσης και νοοτροπίας».
Από τον Νικόλαο Κατσαρό, πρώην αντιπρόεδρο της Βουλής