Τον τελευταίο χρόνο, με όλο αυτό το κακό που πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας, εκείνοι, άοκνοι, με μάσκες και στολές, για ώρες αμέτρητες στο πρόσωπό τους, πάλευαν στα μαρμαρένια αλώνια, και συχνά, τον νικούσαν τον μπαμπέση χάρο.
Εγώ δεν τους γνώριζα, αλλά φαντάζομαι πόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη τους, να πετάξουν από το πρόσωπό τους -έστω για λίγο- αυτό που τους στερούσε το οξυγόνο. Το άλλο «οξυγόνο», της ελευθερίας. Να μην σκέφτονται για λίγο, τη μάχη που πρέπει να δίνουν κάθε λεπτό για να κρατήσουν στη ζωή τον συνάνθρωπό τους.
Εγώ, ιδέα δεν είχα για το ποιοι ήταν, αλλά γνωρίζω πως ήταν ταγμένοι στον καθημερινό αγώνα, ενός δημόσιου νοσοκομείου, με ό,τι σημαίνει αυτό στη χώρα μας.
Δεν τους ήξερα αλλά είμαι σίγουρη πως, όταν ξεκίνησαν για το βουνό, ένιωθαν μια μικρή έστω χαρά. Χαρά από τη διαφυγή της καθημερινής μάχης, εκεί στην εντατική, που έβλεπαν τον χάρο με τα μάτια τους και συχνά τον έστελναν στον αγύριστο.
Πιθανόν, στη διαδρομή, να ανέβασαν στη διαπασών την αγαπημένη μουσική τους, να τραγουδούσαν σαν μικρά αγόρια που πάνε εκδρομή, να κάπνισαν ένα τσιγάρο, να μίλησαν για τα παιδιά τους, να γέλασαν με κάποιο ανέκδοτο, να είπαν κάτι για τα εμβόλια.
Και σίγουρα, όταν πήραν τις πρώτες στροφές, να χάρηκαν με το χιόνι που αντίκρισαν.
Έπειτα με λαχτάρα φόρεσαν τις άλλες στολές τους, της ελευθερίας πολύχρωμες στολές, καμία σχέση με τις νοσοκομειακές, αυτές ας περίμεναν λίγες ώρες.
Η επιστροφή στο καθήκον ήταν θέμα ωρών πάλι.
Εγώ, δεν ήμουν εκεί, δεν ένιωσα το κρύο, αναζωογονητικό αεράκι του βουνού στο πρόσωπό μου. Δεν ένιωσα το οξυγόνο να διαπερνά τα πνευμόνια μου. Δεν λαχτάρησα από χαρά στο ξεκίνημα της κατάβασης, στο ρέμα του Ξερολακιού, στην κόψη του Ναούμ. Δεν είδα την παγωμένη χιονοστιβάδα να έρχεται καταπάνω μου. Δεν πέρασε η ζωή μου όλη σε ένα δευτερόλεπτο. Γονείς, σύντροφοι, παιδιά, σχολείο, πανεπιστήμιο, φίλοι, πλάνο στοπ, τέλος!
Τον μόνο που γνωρίζω είναι εκείνον. Τον Όλυμπο. Τον περήφανο, τον πανέμορφο, που σε προκαλεί, έτσι κατάλευκος που είναι, να τον αγγίξεις, να τον κατακτήσεις. Που σου υπόσχεται ελευθερία, που σε κάνει να νιώθεις αερικό και, στιγμιαία, ήρωα, όταν πατάς τα μονοπάτια του.
Εγώ δεν τους γνώριζα, αλλά έμαθα πως, ενώ τον ξεγέλασαν τον ανίκητο, πάνω από τα μηχανήματα, στα παγωμένα αλώνια της εντατικής, δεν κατάφεραν να τον νικήσουν στο καρτέρι που τους είχε στήσει στο βουνό. Στην απόλυτη ελευθερία.
Εκεί έφυγαν, στην κόψη του Ναούμ.
Γλυκερία Γκρέκου, εκπαιδευτικός - συγγραφέας