αστυνόμευσης στα ανώτατα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, καθώς και η αδυναμία μας να δημιουργήσουμε ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την ακμή της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου δεν έχει επαφή με το εγχώριο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος και κατευθύνσεων, είτε γιατί δεν σπούδασε ποτέ, είτε γιατί αποτελεί καρπό της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Ωστόσο ας μην το κρύβουμε άλλο, μπορεί να φωνάζαμε για την παιδεία εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά δεν απαιτήσαμε και ποτέ σαν κοινωνία την ουσιαστική αναβάθμισή της. Δεν την επιδιώξαμε ποτέ σαν λαός, στη βάση του συλλογισμού ότι η κατάσταση παραμένει στάσιμη στα ελληνικά πανεπιστήμια εδώ και πολλές δεκαετίες, αν θέλαμε έστω και λίγο, κάτι θα είχαμε καταφέρει να αλλάξουμε.
Η δημιουργία ειδικού σώματος πανεπιστημιακής αστυνομίας κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση, γιατί προσδιοριστικοί παράγοντες της ανομίας δεν μπορεί να είναι η έλλειψη αστυνόμευσης. Τα αίτια που προκαλούν την παρηκμασμένη κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε σήμερα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι συνάρτηση άλλων παραγόντων.
Όπως και η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία, το ακαδημαϊκό περιβάλλον βρίθει από αναξιοκρατία, όπως για παράδειγμα σκάνδαλα διαφθοράς που αφορούν είτε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, είτε σχετίζονται με τη διοίκηση των ιδρυμάτων. Κομματικοποιημένο διδακτικό προσωπικό με μεγάλο μέσο όρο ηλικίας καθηγητών, πολλοί από τους οποίους διδάσκουν μακροχρόνια στα ιδρύματα, χωρίς ιδιαίτερο ερευνητικό έργο, όπως για παράδειγμα είναι η συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια και οι δημοσιεύσεις άρθρων σε διεθνούς κύρους ακαδημαϊκά περιοδικά.
Η έλλειψη χρηματοδότησης οξύνει ακόμα περισσότερο την υπάρχουσα κατάσταση, καθώς δεν διατίθενται πόροι για την προκήρυξη θέσεων για έρευνα, την πρόσληψη νέου προσωπικού, περισσότερων καθηγητών, οι οποίοι θα φέρουν φρέσκιες ιδέες και θα προσθέσουν πλουραλισμό στις υπάρχουσες κορεσμένες ακαδημαικές δομές. Αιώνιοι καθηγητές με κομματικό πρόσημο, αλληλεπιδρούν με αιώνιους κομματικοποιημένους φοιτητές, συντηρώντας την αδιαφάνεια και την ανομία, στειρώνοντας κάθε δημιουργική έκφραση. Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει πρόσβαση σε σύγχρονο υλικοτεχνικό εξοπλισμό για τους φοιτητές, οι βιβλιοθήκες δεν διαθέτουν νέα συγγράμματα και πρόσβαση σε όλα τα ερευνητικά περιοδικά. Σαν έναν άλλο νόμο του Gresham όπου το «κακό» (πληθωριστικό) νόμισμα σε μία οικονομία διώχνει από την κυκλοφορία το «καλό» (γιατί οι άνθρωποι το κρατούν για να το αποθησαυρίσουν στο μέλλον), έτσι και στην περίπτωση των πανεπιστημίων, η παρακμή και ο βούρκος της αναξιοκρατίας που ποτίζεται από την έλλειψη χρηματοδότησης, διώχνει κάθε τι δημιουργικό από τους κόλπους του.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω αίτια της ανομίας, κάποιος θα ισχυριστεί ότι πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού έχουν φύλαξη.
Ωστόσο, η επιτυχία της αστυνόμευσης επαφίεται και στο γεγονός είτε ότι ο πολίτης σέβεται τους θεσμούς και το κράτος ως οντότητα, είτε ότι τον αποθαρρύνει το νομικό κόστος μίας παράνομης πράξης. Στην περίπτωση όμως των ελληνικών πανεπιστημίων, οι ταραχοποιοί αφενός δεν αναγνωρίζουν το κράτος ως οντότητα και δεν σέβονται τους θεσμούς του και αφετέρου η εκάστοτε πολιτική υποστήριξη (ή αντιστοίχως η έλλειψη πολιτικής βούλησης) καλύπτει τις όποιες νομικές συνέπειες δύναται να ενέχει μία παράνομη πράξη εντός των ιδρυμάτων, όπως η πώληση ναρκωτικών και το παρεμπόριο.
Παράλληλα, οι ομάδες αστυνομικών στους οποίους θα ανατεθεί η επιτήρηση των πανεπιστημίων, θα αποτελούνται από κατώτερα στελέχη της ελληνικής αστυνομίας, οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν ενσυναίσθηση της ακαδημαϊκής κουλτούρας, αλλά πιθανότατα σε έναν μεγάλο βαθμό μπορεί να μην έχουν φοιτήσει ποτέ σε ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα.
Αυτό που παραβλέπεται, είναι το γεγονός ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι σε θέση να προστατεύει το ίδιο το πανεπιστήμιο. Βέβαια αυτό προϋποθέτει να φέρουμε τον φοιτητή και τους καθηγητές προ των ευθυνών τους, οι επιλογές τους να έχουν βαρύτητα στην πορεία του ιδρύματος τους. Αυτό βέβαια είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς την αποκέντρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε το κάθε πανεπιστήμιο να έχει τον δικό του χαρακτήρα και προσανατολισμό, χωρίς να εξαρτάται από τον στείρο κονφορμισμό που επιβάλλει μία κεντρική διοίκηση σε ένα υπουργικό κτίριο. Η αυτονομία κινήσεων και πρωτοβουλιών, με το κράτος σε ρόλο επόπτη, είναι η απάντηση στον βούρκο της ίσης αντιμετώπισης των άνισων.
Τέλος, στη σύγχρονη οικονομική επιστήμη, οι πολιτικές στοχεύουν στην αλλαγή των προσδοκιών, οι οποίες κατ’ επέκταση αλλάζουν και τη συμπεριφορά των ανθρώπων και όχι στη στείρα επιβολή ρυθμίσεων. Οι παραπάνω αλλαγές σε συνδυασμό με τη χρηματοδότηση της παιδείας αλλάζουν τις προσδοκίες των φοιτητών, των ερευνητών, φέρνουν νέες ιδέες και κατ’ επέκταση αλλάζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων μέσα στο ίδρυμα.