Ήταν τότε που το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος έψαχνε πρότυπα και προστάτες που να εκφράζουν την ιστορική του συνέχεια. Ήταν τότε που αντιλαμβανόταν πολύ σωστά ότι ο Ελληνισμός έχει μια συνέχεια που ξεκινά από την αρχαιότητα και συνεχίζει με τις μεγάλες μορφές των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Αυτών που όχι μόνο εξύψωσαν τη γλώσσα και δημιούργησαν γραμματεία ισάξια της αρχαίας ελληνικής, αλλά κατόρθωσαν να συμπεριλάβουν στα συγγράμματά τους όλα τα αγαθά της Ελληνικής Παιδείας, αφού προηγουμένως την αποκαθάρισαν από την κατάπτωση της θρησκευτικής και ηθικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων.
Δεν έπαψε βέβαια από τότε μέχρι σήμερα η γιορτή τους να είναι επίσημη γιορτή των Γραμμάτων και της Παιδείας και ημέρα αργίας για όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Άλλο έπαψε. Έπαψαν οι μορφές τους να αποτελούν πρότυπα ζωής, μορφώσεως και παιδείας σε εκπαιδευτικούς και εκπαιδευομένους.
Έπαψε η σκέψη τους να αποτελεί οδοδείκτη στα χέρια των εκπαιδευτικών μας προγραμμάτων. Έπαψε ο βίος τους να προβάλλεται ως πρότυπο ζωής, να αφυπνίζει και να χειραγωγεί τη σκέψη και τη ζωή μας.
Πράγματι, δεν αναιρείται η επίσημη παραμονή τους στο βάθρο των προστατών της σύγχρονης Παιδείας, όταν αυτή η Παιδεία και ο προσανατολισμός της αγνοεί το πνεύμα τους και κινείται αντίθετα με τις υποθήκες τους;
Τι διδάσκονται σήμερα τα παιδιά μας για τη ζωή τους, τη διδασκαλία τους, την προσφορά τους και το γενικότερο πνεύμα τους μέσα στα σχολεία; Τι προβάλλουν την ημέρα της γιορτής τους οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα για να υπογραμμίσουν την επίσημη ημέρα των προστατών της Παιδείας;
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σημειώνει ότι «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών φαίνεται μοι άνθρωπον άγειν» (PG 35,425 Α). Δηλαδή: είναι ανώτερη από κάθε τέχνη και από κάθε επιστημονική γνώση η δυνατότητα και η ικανότητα να ασκεί κανείς αγωγή και να κατευθύνει τον άνθρωπο.
Και ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί ότι αυτή η αγωγή έναν σκοπό έχει το «ομοιωθήναι Θεώ, κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει» (PG 32, 69 Β). Να φθάσει δηλαδή ο άνθρωπος, όσο του επιτρέπει η επιρρεπής στην αμαρτία ανθρώπινη φύση του, να μοιάσει στον άγιο και τέλειο Θεό!
Η σημερινή όμως παιδεία μέσα από τα προγράμματά της, τα βιβλία της και τον όλο σχεδιασμό της στοχεύει εκεί; Όταν για τους «τρεις μεγίστους φωστήρας» η αγωγή είναι αλληλένδετη με τα «πνευματικά μαθήματα» και την «επιμέλεια ψυχής», πόσο δύσκολο είναι να συνειδητοποιήσουμε την ολοκληρωτική έλλειψη αγωγής σύμφωνα με το πνεύμα τους;
Όταν ο ιερός Χρυσόστομος μας προειδοποιεί ότι «εσχάτης ανοίας πράγμα εστί», δηλαδή δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα, από το να «αμελώμεν των οικείων παίδων», να αδιαφορούμε δηλαδή για την αγωγή και το μέλλον των παιδιών μας με το να καταφρονούμε την ψυχή τους (PG 51,327), είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει μεθοδικά στην εποχή μας, όταν όχι μόνο τη διδασκαλία των θρησκευτικών σχεδόν νοθεύσαμε και υποβιβάσαμε, αλλά και τις εικόνες θέλουμε να βγάλουμε από τις αίθουσες διδασκαλίας, έτσι ώστε το σημερινό σχολείο να προσφέρει μόνο στείρες γνώσεις, χωρίς να αντιλαμβάνεται τις ενδόμυχες ψυχικές ανάγκες των νέων;
Είναι πλέον ώρα μηδέν να καταλάβουν όλοι, από τον αρμόδιο Υπουργό για τα θέματα Παιδείας έως τον πρωτοδιόριστο νηπιαγωγό αυτό που υπογραμμίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ότι η «παιδεία μετάληψις αγιότητος εστί» (ΕΠΕ 25,282).
Και αν δε θέλουμε όντως να είμαστε ανακόλουθοι με αυτό το γενικό τους πνεύμα, αν πραγματικά επιθυμούμε να είναι προστάτες μας στη σύγχρονη παιδεία μας οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, αν δε θέλουμε η γιορτή τους να αποτελεί απλά και μόνο μια εκπαιδευτική αργία, τότε θα πρέπει να μετανοήσουμε. Να επανεξετάσουμε την πορεία μας και να επιστρέψουμε στο πνεύμα τους.
Ας το επιδιώξουμε και ας το ευχηθούμε ολοψύχως, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα το ακριβοπληρώσουμε.
Από τη Χρυσούλα Χρ. Μότσιου-Τσανά,
δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.