ήλιος, κατέβαινε με τα πόδια στο μαγαζί. Γύριζε το βράδυ στο χωριό του κατάκοπος. Εκείνη τη μέρα όμως είχε μαζί του και το γομάρι, γιατί είχε μεταφέρει παϊδες και δεμάτια βριζιά. Είχε πάρει όχι το παλιό μονοπάτι, αλλά τον καινούριο αυτοκινητόδρομο, έναν δηλαδη χωματόδρομο, που είχαν ανοίξει το Καλοκαίρι με τσάπες, κασμάδες, φκιάρια, παραμίνες και φουρνέλα όλοι οι Κρανιώτες, για να ‘ρχεται στο χωριό αυτοκίνητο. Αυτός ο δρόμος ήταν ο καημός τους. Δούλευαν με μεροκάματο πείνας. Έπαιρναν λίγο παραπάνω απ’ όσο άξιζε μια οκά λάδι. Είχαν φτιάξει έξι χιλιόμετρα δρόμο, μα νόμιζαν πως είχαν ανοίξει λεωφόρο κι ήταν πολύ περήφανοι. Όμως ένας χωματόδρομος ήταν που με δυσκολία χωρούσε να περάσουν δύο αυτοκίνητα, όταν ποτέ αντάμωναν. Κι όλο στροφές. Για τους Κρανιώτες όμως ήταν ο δρόμος τους. Δε θα ματακατέβαζαν πατάτες με τα ζώα, αλλά με το φορτηγάκι, που είχε ένας «Πυργιατνός».
Είχε περάσει την τρίτη στροφή πάνω από τον Πυργετό ο Νίκος, όταν άκουσε τον θόρυβο αυτοκινήτου που πλησίαζε. Ήταν ο «Λαχτάρας». Έτσι είχαν βαφτίσει οι Κρανιώτες το μικρό λεωφορείο, που απ’ τις αρχές του Σεπτέμβρη έκανε τη διαδρομή Κρανιά-Σιδηροδρομικός Σταθμός Ραψάνης.
Μόλις τέλειωσαν τον δρόμο, οι Κρανιώτες πήγαν στον Νομάρχη και του ζήτησαν κάποιο λεωφορείο, επειδή όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού δούλευαν οικοδόμοι στη Λάρισα. Μέχρι τότε το Σάββατο το απόγεμα με το τρένο έφταναν στον σταθμό και με τα πόδια ανέβαιναν στο χωριό, δέκα χιλιόμετρα, κουβαλώντας σ’ ένα καλάθι τ’ άπλυτα ρούχα τους κι άλλα συμπράγκαλα. Την Κυριακή το απόγεμα κατέβαιναν με το καλάθι γεμάτο με πίτα, φασόλια, πατάτες, ένα καρβέλι και τα ρούχα πλυμένα.
Κανένας δεν είχε δει το λεωφορείο. Γι’ αυτό τη μέρα που θα ερχόταν, μεσημέρι της Κυριακής, όλο το χωριό κατέβηκε στον Άγιο Ταξιάρχη, στο έμπα του χωριού, για να το καλωσορίσει. Ο πρόεδρος μάλιστα είχε καλέσει και «όργανα» απ’ τη Ραψάνη, τους «Θανασακέους», κομπανία από τρία αδέρφια, κλαρίνο, βιολί και λαγούτο, εύκαιρη για τέτοιες περιστάσεις. Ξεκίνησαν από την πλατεία. Μπροστά τα όργανα να παίζουν την «πατινάδα» και πίσω όλο το χωριό να χτυπάει παλαμάκια.
Αγωνία είχαν όλοι για το λεωφορείο. Καταλάβαιναν πως, για να δεχτεί κάποιος να φέρει το λεωφορείο του στα κατσάβραχα της Κρανιάς, δε θα το ήθελε κανένα καμποχώρι. Γι΄ αυτό και όσο πλησίαζε η ώρα του τόσο φούντωνε η περιέργεια.
Μόλις το λεωφορείο πρόβαλε στο ύψωμα της Πορταμπέλης, 200 μέτρα από τον Άγιο Ταξιάρχη, ένα ααα βγήκε από όλα τα στόματα. Ακόμη και τα όργανα σίγησαν. Μόνο τα μάτια παρακολουθούσαν τ’ αυτοκίνητο, καθώς έπαιρνε τις στροφές. Μερικοί νόμιζαν πως σε κάθε στροφή η καρότσα του έγερνε προς την έξω μεριά και το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο να γκρεμοτσακιστεί.
Ένα γεροντοπειραχτήρι, ο Αντώνης, είπε δυνατά, για να τον ακούσουν όλοι.
-Ρε, τι «Λαχτάρας» είν’ αυτό; Θα μας κουβαλάει ή θα μας πιτάξ μια μέρα στα χαντάκια; Όποιους ανιβεί, θα λαχταράει, μέχρι να κατιβεί.
-Δεν πειράζ, μπαρμπ- Αντών, απάντησε ένας νεότερος. -Ιμάς μας αρέζ, κι ας είνι κι «Λαχτάρας».
Έτσι το λεωφορείο βαφτίστηκε Λαχτάρας. Άρεσε σ’ όλους το όνομα, ακόμη και στον ίδιο τον οδηγό, τον Χρίστο. Κι έμεινε. Λαχτάρα φώναζαν οι Κρανιώτες όχι μόνο το λεωφορείο, μα και τον ίδιο τον Χρίστο.
Εκείνο λοιπόν το σκοτεινό βράδυ του Νοέμβρη σταμάτησε ο Λαχτάρας δίπλα στο γομάρι του Νίκου του Σαμαρά. Ο Ντίνος Κυρατζούλης, συνομίληκος και φίλος του Νίκου, γλεντζές πρώτος στο χωριό, κατέβηκε και με ύφος λοχία πρόσταξε.
- Έμπα στου Λαχτάρα.
Γέλασε ο Νίκος βλέποντας τον μισομεθυσμένο Ντίνο.
- Καλά, ιγώ να μπω. Του γουμάρ όμους;
- Κι του γουμάρ. Κατέβα απ’ του γουμάρ.
Ο Νίκος κατέβηκε. Ο Ντίνος γύρισε προς τους άλλους που ήταν στο λεωφορείο και τους είπε να βγουν έξω. Κατέβηκαν καμία δεκαριά γεροδεμένα παλικάρια. Έπιασαν το γομάρι, το σήκωσαν στον αέρα και ύστερα από προσπάθεια το έβαλαν στον διάδρομο του λεωφορείου.
Ήταν όλοι χτίστες. Δούλευαν στη γαλαρία του τρένου, στην είσοδο των Τεμπών. Εκείνο το βράδυ είχαν συνεννοηθεί με το «Λαχτάρα» να τους ανεβάσει στο χωριό. Την άλλη μέρα, 8 του Νοέμβρη, γιόρταζε ο Άγιος Ταξιάρχης και κανένας Κρανιώτης δε δούλευε τη μέρα του Αγίου, του προστάτη τους. Μέχρι να φτάσει όμως το λεωφορείο, είχαν καταναλώσει κάμποσες κανάτες κρασί στο καφενεδάκι του Σταθμού κι είχαν έρθει στο κέφι. Κοντά στα τριάντα οι πιο πολλοί και νιόπαντροι. Οι μισοί μόλις είχαν γυρίσει απ’ το Μακρόνησο κι οι άλλοι μισοί μόλις είχαν απολυθεί απ’ τον στρατό, αφού είχαν οργώσει Γράμμο και Βίτσι. Είχαν αρχίσει να ξεχνούν τα βάσανα του Εμφυλίου. Προσπαθούσαν να μονοιάσουν. Να ξαναγίνει η ζωή τους όπως παλιά.
Ο Λαχτάρας ξεκίνησε κι ο Ντίνος έπιασε ένα κλέφτικο τραγούδι. Τον ακολούθησαν όλοι.
- Πώς λάμπ’ ο ήλιος το πρωί, λάμπει το μεσημέρι,
Έτσ’ έλαμπε κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι,
Πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες…
———————————————————
Μόλις ο Λαχτάρας έπιασε την Πορταμπέλη, το τραγούδι ακούστηκε σ’ όλο το χωριό. Βγήκαν οι Κρανιώτες στις αυλές τους, για να ιδούν τι γίνεται. Τα παιδιά πετάχτηκαν στον δρόμο και πήραν τον κατήφορο. Κι ύστερα όλα μαζί συνόδεψαν τον Λαχτάρα μέχρι την πλατεία. Απ’ όπου περνούσε ο Λαχτάρας, το θέαμα ξάφνιαζε κι ένα τρελό γέλιο ξεσπούσε, καθώς έβλεπαν το γομάρι του Νίκου να στέκεται ακίνητο μέσα στο λεωφορείο με τους επιβάτες να τραγουδούν. Όταν σταμάτησε το λεωφορείο, άντρες, γυναίκες και παιδιά άρχισαν μέσα σε γενική ευθυμία να χτυπούν παλαμάκια και να φωνάζουν Λαχ-τάρας-Λαχ-τάρας. Ο Ντίνος πρόσταξε τους άντρες να κατεβάσουν το γομάρι. Κι ύστερα όλοι, τραγουδώντας την «πατινάδα του γάμου», μαζί με το τρομοκρατημένο ζώο μπήκαν στο καφενείο. Το έβαλαν στη μέση κι άρχισαν να χορεύουν γύρω του, ενώ οι θεατές χτυπιόταν στα γέλια.
Για μέρες οι Κρανιώτες ξέχασαν τα βάσανά τους. Το κατόρθωμα του Λαχτάρα να μεταφέρει το γομάρι του Νίκου του Σαμαρά τούς είχε χαρίσει λίγη χαρά.