Τα μέλη της επονομάζονταν «μουντζαχεντίν». Στις 20 Ιουλίου 1974 φέρεται ότι αριθμούσε 17.151 μέλη. Η «Τ.Μ.Τ.» εκτέλεσε (με αγγλική συνέργεια) το οργανωμένο έγκλημα του καλοκαιριού του 1958, με αποκορύφωμα τη σφαγή του Κιόνελι, στις 12 Ιουνίου 1958. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέλη τής «Τ.Μ.Τ.» συνελήφθησαν να μεταφέρουν στην Κύπρο, σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό από την Τουρκία.
Στις 30 Νοεμβρίου 1963, ο Μακάριος διαβίβασε καλοπροαίρετα (με παρότρυνση των άγγλων) προς τον Φαντίλ Κουτσιούκ (αντιπρόεδρο της κυβέρνησης) έγγραφο, στο οποίο υποστήριζε/πρότεινε αναθεωρήσεις του Συντάγματος σε 13 άρθρα του. Μοναδικός στόχος της πρωτοβουλίας αυτής του Κύπριου πρόεδρου ήταν να λειτουργήσει επιτέλους το κράτος, που προέκυψε μέσα από τις άδικες/επαίσχυντες για τους Έλληνες συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Το οποίο δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά, ύστερα από τα συνεχή «βέτο» των Τούρκων σε σημαντικές αποφάσεις της Κυβέρνησης και της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Τα 13 σημεία των προτάσεων Μακαρίου έσπευσε να απορρίψει η τουρκική κυβέρνηση στις 6 Δεκεμβρίου 1963 και ο Τούρκος πρέσβης Οζκόλ επέδωσε στον πρόεδρο Μακάριο επίσημη απορριπτική διακοίνωση, η οποία όμως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ανάμιξη στα εσωτερικά της Κύπρου. H Άγκυρα απέρριπτε τις προτάσεις με την ακόλουθη δήλωση: «Ο αντιπρόεδρος δρ. Κουτσιούκ δεν έχει ούτε πρόκειται να εκφράσει τις δικές του απόψεις προτού πάρει οδηγίες από εμάς. Ελπίζω να μη φαντάζονται οι Έλληνες ότι θα αφήναμε τον χειρισμό ενός τόσο σοβαρού ζητήματος στην τουρκοκυπριακή ηγεσία».
Η ΤΟΥΡΚΟΑΝΤΑΡΣΙΑ
Η συνέχεια ήρθε στις 2:30, πρωινό της 21ης Δεκεμβρίου 1963, με την πρώτη οργανωμένη τουρκική προκλητική δόλια ενέργεια (προβοκάτσια) που κατέληξε σε αιματηρό επεισόδιο στην οδό Ερμού της Λευκωσίας. Σε έναν συνήθη έλεγχο της αστυνομίας, μέλη του Αστυνομικού Σώματος σταμάτησαν ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν τέσσερις Τούρκοι, δύο άνδρες και δύο γυναίκες. Ο οδηγός δε δέχθηκε τη διενέργεια έρευνας, αντέδρασε κι επακολούθησε συμπλοκή. Ομάδες Τούρκων εφόρμησαν από τις βόρειες προσβάσεις, οι αστυνομικοί τράβηξαν περίστροφα, τα όπλα κροτάλισαν και η σύγκρουση γρήγορα επεκτάθηκε.
Οι τρομοκράτες πήραν θέσεις στους ψηλούς μιναρέδες και πυροβολούσαν προς κάθε κατεύθυνση. Αργότερα, το ίδιο πρωί, μεταδόθηκε ότι στη συμπλοκή που προηγήθηκε έχασαν τη ζωή τους η Σελιχέ Χαλήλ, άλλως Τζεμαλιέ κι ο Σεκκί Χαλήλ και τραυματίστηκε ο αστυνομικός Μιχαήλ Σάββα Πίσσης.
Έγραψε την επομένη η εφημερίδα «Πατρίς»: «Εφονεύθη μία πόρνη και κατέρρευσεν εν κράτος! Φαινόμενον μοναδικόν εις την παγκόσμιον ιστορία. Γεγονός συμβολικόν της σαθρότητας του κράτους, το οποίον διελύθη μετά από εν τυχαίον επεισόδιον ρίψεως πυροβολισμών και φόνου μιάς γυναικός ελευθερίων ηθών. Ολίγων προ της αυγής της 21ης Δεκεμβρίου 1963, προ τριών ακριβώς ετών, η «κυρίαρχος» και «ανεξάρτητος» Κυπριακή «Δημοκρατία» εξέπνεε ταυτοχρόνως με την αιμόφυρτον τούρκισαν πόρνην Τζεμαλιέ! Βίαιως θάνατος επισφράγισε τον αμαρτωλόν βίον αμφοτέρων!».
Η περιοχή στην οποία οι Τούρκοι δημιούργησαν το πρώτο αιματηρό επεισόδιο βρισκόταν σε μια γειτονιά συνήθως έρημη και ερεβώδη, σε ένα σημείο όπου άρχιζε η τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, στην ιστορική και άλλοτε ακμάζουσα συνοικία Αγίου Κασιανού και Χρυσαλινιώτισσας. Η επιλογή τους αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία. Όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, το σχέδιό τους προέβλεπε τη δημιουργία ενός ειδικού θύλακα, εντός του οποίου δε θα υπήρχε κανένας Έλληνας και στον οποίο δε θα ασκούσε καμία απολύτως εξουσία η νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου.
Τα βόρεια προάστια της Λευκωσίας αποτελούσαν την ιδανική λύση για τη δημιουργία ενός τέτοιου κλειστού θύλακα γιατί με τον τρόπο αυτόν οι Τούρκοι αποκτούσαν το πλεονέκτημα να γειτνιάζουν, με περιοχές όπως είναι η περιοχή Κιόνελη-Αγύρτας, στην οποία βρισκόταν και το στρατόπεδο της Τουρκικής Δύναμης Κύπρου (ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.). Επιπροσθέτως από την περιοχή αυτήν περνούσε η κύρια οδική αρτηρία, η οποία συνδέει τη Λευκωσία με την Κερύνεια, εκατέρωθεν της οποίας δεσπόζουν οι κορυφογραμμές της Άσπρης Μούτης και του Αγίου Ιλαρίωνος, τις οποίες επίσης κατέλαβαν. Από τη διάβαση αυτή πέρασε ολόκληρος ο όγκος των δυνάμεων εισβολής τον Ιούλιο του 1974, μετά τη διάσπαση της κύριας γραμμής αντίστασης στον χώρο της απόβασης.
Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1963, η ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. κινείται απειλητικά εναντίον Ελληνοκυπριακών θέσεων, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη υπερίπτανται της Λευκωσίας και πολεμικά σκάφη του τουρκικού στόλου, πλησιάζουν τις βόρειες ακτές της Κύπρου. Η Ελληνική κυβέρνηση διαμηνύει στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) να παραμείνει εντός του στρατοπέδου της. Ο Μακάριος επικοινωνεί με την Αθήνα ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια «Δεν θα μπλέξω την Ελλάδα σε πόλεμο, για τα δικά σας λάθη», ήταν η απάντηση του υπουργού Εξωτερικών, Σοφοκλή Βενιζέλου.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου δε συγχώρησε ποτέ τον Αρχιεπίσκοπο, για το γεγονός, ότι δεν τον ενημέρωσε για την πρόθεσή του να υποβάλει προτάσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος. «Δεν δύναμαι να γίνομαι ουραγός της κυπριακής κυβερνήσεως», δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, αφήνοντας μάλιστα υπονοούμενα σε ό,τι αφορά τις προθέσεις του Κύπριου προέδρου, εκφράζοντας ευθέως την άποψη, ότι η ενέργεια ενδεχομένως στόχευε στην αποσταθεροποίηση της ασταθούς κυβέρνησής του!
Τα πρώτα κύματα των στασιαστών αντιμετωπίστηκαν με γενναιότητα από Έλληνες Κύπριους (Ε/Κ) εθελοντές, καθώς και στρατιώτες του υποτυπώδους Κυπριακού Στρατού και αστυνομικούς. Επικεφαλείς των ομάδων αντιστάσεως ήταν κυρίως αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α., όπως ο Τάσος Μάρκου, ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο Νίκος Σαμψών και ο Νίκος Λεφτής. Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
Ακολούθησαν μυστικές διαβουλεύσεις μεταξύ Ελλάδας, Μ. Βρετανίας και Τουρκίας για την επίτευξη εκεχειρίας. Στις 30 Δεκεμβρίου 1963, υπογράφηκε από τους Μακάριο και Κουτσιούκ η πρώτη συμφωνία καταπαύσεως του πυρός. Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή (η διαχωριστική γραμμή ονομάσθηκε πράσινη, επειδή ο Βρετανός στρατηγός Γιάνγκ την έσυρε στον χάρτη χρησιμοποιώντας πράσινο μολύβι), κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της και έτσι ο διαχωρισμός Ελλήνων και Τούρκων στη Λευκωσία καθίσταται πλέον μόνιμος. Ανάμεσα στους αντιμαχόμενους παρεμβλήθηκαν Αγγλοι στρατιώτες των Βάσεων αναλαμβάνοντας τον ρόλο του μεσολαβητή/ειρηνευτή! Η πράσινη γραμμή είναι η πλέον οδυνηρή εξέλιξη που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις.
Με εντολή Ρ. Ντενκτάς οι Τούρκοι Κύπριοι (Τ/Κ) εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες και τις εργασίες τους και κλείνονται σε θύλακες που είχαν δημιουργηθεί σε όλες σχεδόν τις πόλεις και άλλες περιοχές της Κύπρου. Πολλοί από αυτούς εγκαταλείπουν τα σπίτια τους με δάκρυα στα μάτια. Κάποιοι αντιστέκονται αρνούμενοι να πειθαρχήσουν στο παρακράτος Ντενκτάς. Για να κάψει την αντίστασή τους, ο Ντενκτάς δε διστάζει να διατάξει τη δολοφονία τους από τους «μυστικούς» πράκτορες της «Τ.Μ.Τ.». Το αδίστακτο δολοφονικό χέρι του επιβάλλει διά πυρός και σιδήρου τα διχοτομικά του σχέδια με θύματα Κύπριους πολίτες και από τις δύο κοινότητες.
«Η ετοιμότητα των Τούρκων για τις συγκρούσεις των ματωμένων Χριστουγέννων του 1963 αποδεικνύεται από τον άρτιο εξοπλισμό, τον οποίο διέθεταν σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ελλήνων, οι οποίοι μπήκαν στις μάχες με παμπάλαια όπλα, ακόμη και κυνηγετικά. Παρά την προπαγάνδα που αναπτύσσεται από γνωστούς ανθελληνικούς κύκλους, η αλήθεια είναι ότι μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, ενώ η Ε.Ο.Κ.Α. παρέδωσε τον οπλισμό της, δεν έπραξε το ίδιο και η παράνομη τουρκική οργάνωση «Τ.Μ.Τ.».
«Παράνομες και αιμοσταγείς τουρκικές συμμορίες καθοδηγούμενες με σατανικό τρόπο από τον Ραούφ Ντενκτάς δε δίσταζαν να δολοφονούν ακόμη και Τ/Κ που εργάζονταν με ζήλο για την ειρηνική συνύπαρξη. Θύματά τους, μεταξύ των άλλων, οι δικηγόροι και δημοσιογράφοι Αιχάν Χικμέτ και Αχμέτ Μουσαφέρ Γκιουρκάν, εκδότες της εφημερίδας «Μποζκούρτ», οι οποίοι δολοφονήθηκαν τον Απρίλιο του 1962, από την Τ.Μ.Τ. Η ίδια οργάνωση πραγματοποίησε ακόμα δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους». (D. Markides, «Η Μεταβατική Περίοδος, Φεβρουάριος 1959 - Αύγουστος 1960)».
Κύρια κατεύθυνση της τουρκικής προπαγάνδας ήταν ότι, η διά της βίας μετακίνηση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού έγινε, προκειμένου να προστατευθεί από την εξόντωση και τις σφαγές, που σχεδίαζαν εναντίον των Τ/Κ ο Μακάριος και οι Έ/Κ.
Την τουρκική προπαγάνδα αντέκρουσαν με ιδιαίτερη πειστικότητα οι (τουρκικές) απαντήσεις του Ντερβίς Αλί Καβάζογλου (που αργότερα δολοφονήθηκε από την Τ.Μ.Τ. μαζί με τον Κώστα Μισιαούλη), του Ιμπραχίμ Χασάν Αζίζ και του Νουρεττίν Μεχμέτ Σεφέρογλου, αλλά κυρίως του δρ. Ιχσάν Αλή.
Στις 5 Νοεμβρίου 1964, ο δρ. Ιχσάν Αλή απέστειλε εκτενή επιστολή προς τον Φινλανδό διοικητή της Ειρηνευτικής Δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP) στρατηγό Τιμάγια, όπου, μεταξύ άλλων, έγραφε:
«Είναι καθήκον όλων μας να μην επιτρέψουμε στα όργανα του αρχιτρομοκράτη Ντενκτάς ν’ αυξήσουν τα δεινά που υφίσταται η τουρκική κοινότητα στην Κύπρο. Η τ/κ ηγεσία έχει σκορπίσει την τρομοκρατία σε όλη την κοινότητα και έχει επιβάλει αστυνομικό καθεστώς, κάτω από το οποίο κανένας δεν μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του. Όποιος εκφράσει τη γνώμη του ή τους επικρίνει, είτε ξυλοδέρνεται, είτε εκτελείται. Σαν αποτέλεσμα αυτής της απάνθρωπης μεταχειρίσεως, οι συμπατριώτες μας έχουν μεταβληθεί σε ρομπότ στα χέρια των ηγετών τους» (Δρ. Ιχσάν Αλή, 12/05/1965).
«Αναμφισβήτητα οι Τ/Κ κινδυνεύουν από τους Τούρκους τρομοκράτες και όχι από τους Έλληνες, όπως ισχυρίστηκε ο Τούρκος αντιπρόσωπος στα Η.Ε.» (δρ. Ιχσάν Αλή, τηλεγράφημα προς τον γ.γ. του ΟΗΕ, 08/12/1965).
Από τον Δρ. Αυγουστίνο (Ντίνο) Αυγουστή, αναπλ. καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας