οικουμένη πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι.
Μεγάλου σχήματος το βιβλίο. Εντυπωσιάζει με το επιτυχημένο, συμβολικά διακοσμημένο εξώφυλλό του. Προϊδεάζει τον αναγνώστη για το ιστορικό περιεχόμενο των διακοσίων εβδομήντα οκτώ (278) σελίδων του.
Περιλαμβάνει δύο εργασίες που σχετίζονται μεταξύ τους ιστορικά, καθώς η μία είναι συνέχεια της άλλης.
Η πρώτη αναφέρεται στην υπερχιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία. Δεν αποτελεί βέβαια λεπτομερή έκθεση της ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά επιδιώκει να καταδείξει τα αίτια της φθοράς και της πτώσης της στους Ασιάτες κατακτητές.
Γίνεται βέβαια λόγος στην εργασία για το πολίτευμα, τη διοίκηση -πολιτική και στρατιωτική- τις σταυροφορίες, τους αυτοκράτορες, τους εμφύλιους πολέμους, την πολιορκία και την άλωση της Πόλης. Και ασκείται ανάλογη κριτική. Ιδίως στους αυτοκράτορες, τους οποίους κατατάσσει κατά την εκτίμησή του ο συγγραφέας σε διάφορες κατηγορίες (θετικούς, αρνητικούς, άπειρους, κ.ά.). Και σπεύδει να προλάβει τυχόν αντιρρήσεις του αναγνώστη στην κρίση του, τονίζοντας: «Αν κανείς διαφωνεί μαζί μου, ας διαβάσει τις αντίστοιχες θεματικές ενότητες και ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα». Η αυθεντική βέβαια κρίση γι’ αυτό, όπως και για κάθε άλλο θέμα, ανήκει στους ειδικούς.
Να σημειωθεί πως στην εργασία αυτή μεταξύ των άλλων, γίνεται λόγος και για τις πανδημίες. «Υπήρξαν, γράφει, και οι καταστροφικές εμφανίσεις της πανώλης. Ο «μαύρος θάνατος», συνεχίζει, το 1347 χτύπησε στην κορύφωση του εμφυλίου πολέμου και εξόντωσε τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας».
Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται στην Αγια-Σοφιά. Τον περίλαμπρο ναό του Βυζαντίου. Τον ναό των θρύλων και των ονείρων του Ελληνισμού, που τελευταίως (10 Ιουλίου 2020) βεβηλώθηκε δυστυχώς, για μία ακόμα φορά καθώς όλως αυθαιρέτως μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στα προεπαναστατικά κινήματα. (Ορλωφικά, Συνθήκη, Κιουτσούκ Καϊναρτζή κ.ά.). Ενώ το τρίτο, το κυρίως μέρος, που αναφέρεται στο ’21 και στο οποίο επικεντρώνεται η παρουσίασή μας, εξιστορεί όσα αποτρόπαια ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Διεκτραγωδείται η μαρτυρική ζωή των υποδούλων, που δεν όριζαν τίποτε. Ζωή, τιμή, περιουσία, ό,τι άλλο. Γίνεται λόγος για τον εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας και τη θυσιαστική της προς το έθνος προσφορά. Αλλά και για τους Φαναριώτες, το Κρυφό σχολειό, το Παιδομάζωμα, τον Ρήγα Φερραίο, τη Φιλική Εταιρεία, τους Συμμάχους «φίλους μας Ευρωπαίους» κ.ά. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση του συγγραφέα για τη ζωή των υποδούλων κάτω από τον τουρκικό ζυγό: «Ένας χρόνος σκλαβιάς στους Τούρκους, τονίζει, ισοδυναμούσε με έναν αιώνα στην Κόλαση»! Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί πρόθυμα δέχτηκαν το εγερτήρια, σάλπισμα του βάρδου της ελευθερίας Ρήγα Φερραίου και ρίχτηκαν όλοι στον Αγώνα. Κληρικοί, προεστοί, καπεταναίοι, έμποροι, αγρότες, ναυτικοί κ.ά. Όλοι πρoσέφεραν ό,τι είχαν και ό,τι μπορούσαν. Θυσίασαν τα πάντα. Ακόμη και την ίδια τους τη ζωή για να λευτερωθούν οι ίδιοι και η πατρίδα.
Στον τόμο του κ. Βελώνη επισημαίνεται πόσο άνισος ήταν ο Αγώνας των Ελλήνων. Υστερούσαν πολύ από τους Τούρκους. Πληθυσμιακά, οικονομικά, στρατιωτικά, σε κάθε τομέα. Και οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν ευνοϊκά διατεθειμένες απέναντί τους. Όπως για παράδειγμα η λεγόμενη Ιερά Συμμαχία «ένα είδος συμφώνου τόπου Ν. Α. Τ. Ο., το πρώτο Ν. Α. Τ. Ο. στην Ιστορία της Ευρώπης», κατά τον συγγραφέα, με κύριο εκφραστή της τον Καγκελάριο της Αυστρίας Μέττερνιχ. Έναν «έξυπνο, ραδιούργο, υποκριτή, ύπουλο, αδίστακτο» πολιτικό». Δόγμα τους ήταν «εισβάλλουμε στη χώρα σου για να προστατέψουμε τα συμφέροντά μας, λεηλατώντας τον πλούτο σου».
Όμως με πίστη στον Θεό, στο δίκαιο του Αγώνα, με δίψα για λευτεριά και με την υλική και ηθική συμπαράσταση της Εκκλησίας καθώς και με τη συμμετοχή, όπως είπαμε, όλων δυνάμεων του έθνους, συντελέστηκε το μεγάλο θαύμα. Έγινε πραγματικότητα το όραμα. Ήλθε η ποθητή λευτεριά.
Εύστοχα κλείνει ο συγγραφέας την εργασία του με την προτροπή του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Ελλάς, να μακαρίζεις αυτούς που σε απελευθέρωσαν».
Τον ευχαριστούμε για την πρωτοβουλία να μετάσχει στον εορτασμό της επετείου των διακοσίων χρόνων από την εθνική μας παλιγγενεσία και του ευχόμαστε υγεία και δύναμη.
Βασίλειος Χ. Στεργιούλης