Δεν φρόντιζε να έχει… κομπόδεμα για τα γεράματα όπως κάνουν οι περισσότεροι απ’ τους ηλικιωμένους, για να μην πεθάνουν στην… ψάθα όπως λέει ο λαός.
Οι φίλοι της τη συμβούλευαν να μαζέψει το χέρι της, αλλά εκείνη απαντούσε «έχει ο Θεός». Ήταν βαθιά θρησκευόμενη και βοηθούσε και στα συσσίτια της εκκλησίας με κάθε τρόπο.
Αυτή ήταν η Αφροδίτη και δεν μπορούσε κανένας να της αλλάξει τον χαρακτήρα.
Καταγόταν από μία επαρχιακή πόλη της Θεσσαλίας από μια ευκατάστατη οικογένεια. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς της είχαν μεγάλα όνειρα για εκείνη. Η μάνα της ιδίως τη φανταζόταν με έναν πλούσιο άντρα της πόλης τους παντρεμένη και ευτυχισμένη. Αλλά μια ρήση λέει: «Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει».
Τα πράγματα δεν ήρθαν καθόλου έτσι. Η Αφροδίτη ερωτεύτηκε παράφορα, όταν ήταν είκοσι χρονών, ένα παιδί συνομήλικό της, φοιτητή Ιατρικής. Σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Συναντιόνταν συχνά, προς μεγάλη απογοήτευση της μάνας.
Μετά από μια συνάντηση των παιδιών ακολουθούσε ένας τρικούβερτος καβγάς στο σπίτι που άκουγε όλη η γειτονιά.
«Πού πήγες και έμπλεξες, αυτός είναι από μια τελευταία οικογένεια της πόλης» φώναζε η μάνα. «Το έψαξα πολύ και έμαθα. Η μάνα του σφουγγαρίζει σκάλες και ο πατέρας του ανειδίκευτος εργάτης, όπου βρει δουλειά».
Η Αφροδίτη προσπαθούσε να την πείσει, πως δεν έχει σημασία αν οι γονείς δεν ήταν του κοινωνικού επιπέδου τους, ο Νίκος -αυτό ήταν το όνομα του παιδιού- σπούδαζε γιατρός.
«Επιστήμονας μάνα καταλαβαίνεις; Ενώ εγώ δεν μπόρεσα να περάσω πουθενά και με τις γνωριμίες που είχε ο πατέρας μου, με βουλευτές και άλλους, μπήκα στο δημόσιο».
Αυτός ο δεσμός κράτησε δύο χρόνια περίπου, αλλά δεν μπόρεσε να αντέξει, η μάνα της Αφροδίτης αγωνίστηκε με… νύχια και με δόντια να τους χωρίσει…
Και τα κατάφερε. Εκείνη, ανακουφίστηκε, αλλά η Αφροδίτη πληγώθηκε βαθιά. Δεν είχε όρεξη για παρέες, για πάρτι, για ξεφαντώματα, που γινόταν εκείνη την εποχή. Ούτε κοίταξε άλλον άντρα.
Ο πατέρας στεναχωριόταν λιγάκι που την έβλεπε έτσι. «Θα της περάσει» έλεγε η μάνα, είναι νωρίς ακόμα. Ένας και δύο ερωτευμένοι χωρίζουν και ύστερα συνεχίζουν τη ζωή τους;
Όμως με την Αφροδίτη δεν έγινε έτσι. Συνέχισα να ζει μόνη και μελαγχολική.
Και τα χρόνια περνούσαν, έφυγαν και οι γονείς της απ’ τη ζωή και ήταν ολομόναχη μέσα στους τέσσερις τοίχους. Είχε ένα τεράστιο σπίτι και τον χειμώνα δεν ήξερα πώς να το θερμάνει.
Οι γονείς της της άφησαν κάποια ακίνητα, οικόπεδα κυρίως, που δεν εισέπραττε τίποτα, αλλά πλήρωνε τον ΕΝΦΙΑ. Και ούτε μπορούσε να πουλήσει κάτι για να διευκολυνθεί, γιατί τα είχε δεσμεύσει ο Δήμος για πλατείες και βρεφονηπιακούς σταθμούς. Και δεν έλεγε ούτε να τα αποζημιώσει ούτε να τα αποδεσμεύει, αν και είχαν βγει δικαστικές αποφάσεις.
Κώφευε και άφηνε την ιδιοκτήτρια να… χτυπιέται με δικηγόρους και δικαστήρια. Το είχε πάρει απόφαση πια, ότι θα έμεναν έτσι αυτά, χάρισμα στον αναποφάσιστο Δήμο. Πορευόταν με τη σύνταξή της. Για τον Νίκο δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν, εδώ και χρόνια. Είχε μια πληροφορία πως η οικογένεια είχε φύγει απ’ την πόλη σχεδόν μόλις χώρισαν. Όχι βέβαια γι’ αυτό, αλλά οι γονείς του είχαν βρει μία καλύτερη δουλειά σε άλλη πόλη.
Εκείνη την ημέρα η Αφροδίτη δεν είχε διάθεση να βγει απ’ το σπίτι. Δεν ένιωθε καλά.
Είχε δυνατό πονοκέφαλο, μια κόπωση και έναν βήχα. Αργότερα ανέβασε και λίγο πυρετό. Μια φίλη που της τηλεφώνησε και δεν την άκουσε καλά, τη συμβούλεψε να πάει να κάνει το τεστ κορονοϊού. Την άκουσε και πήγε σε ένα ιδιωτικό μικροβιολογικό εργαστήριο.
Δυστυχώς βγήκε θετικό. Γύρισε στο σπίτι θερμομετρήθηκε, αλλά ο πυρετός είχε ανέβει. Κάλεσε ένα ταξί, φόρεσε τη μάσκα και πήγε στο Νοσοκομείο. Έπρεπε να εισαχθεί επειγόντως.
Όμως στο Νοσοκομείο της πόλης τους δεν υπήρχε κρεβάτι. Τη μετέφεραν σε μια άλλη γειτονική θεσσαλική πόλη, που ευτυχώς εκεί υπήρχε κρεβάτι.
Αφού την ταχτοποίησαν οι νοσηλεύτριες, της έδωσαν τα φάρμακά της, ότι διέθεταν αυτόν τον καιρό… Ένιωσε κάπως κουρασμένη και σαν να την πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε απότομα, απ’ τον θόρυβο της πόρτας. Ένας γιατρός είχε μπει στο δωμάτιο. Την κοίταξε καλά και ύστερα… «Γεια σου Αφροδίτη» της είπε.
Η φωνή του της φάνηκε γνωστή και τα μάτια του …
Όλο το πρόσωπο ήταν κρυμμένο πίσω από μια τεράστια μάσκα.
«Αφροδίτη έχει ο καιρός γυρίσματα…» συνέχισε ο γιατρός. «Φυσικά δεν με γνωρίζεις, αλλά πώς να με γνωρίσεις, έτσι όπως είμαστε… μασκαρεμένοι…
Είμαι ο Νίκος… Εγώ είδα το όνομά σου στη λίστα και ήμουνα σίγουρος πως δεν ήταν συνωνυμία… Αλήθεια πώς τα φέρνει η ζωή, να συναντηθούμε μετά από τόσα χρόνια και κάτω από τέτοιες συνθήκες…». Η Αφροδίτη τα είχε χαμένα. Την πήραν τα κλάματα. Πήγε κοντά, της έπιασε το χέρι. «Μαθαίνω τα νέα σου από έναν φίλο μου. Είσαι μόνη έτσι δεν είναι;».
«Δεν μπορώ να το πιστέψω Νίκο, έχω χρόνια να σε δω και να μάθω νέα σου…». Είπε μέσα στα αναφιλητά της.
«Θα τα μάθεις όλα Αφροδίτη, τώρα προέχει η υγεία σου. Απ’ τις εξετάσεις που είδα, είμαι αισιόδοξος, πολύ γρήγορα θα το ξεπεράσεις. Από εδώ και πέρα έχουμε και ένα όπλο, το εμβόλιο, που ήδη έχει ξεκινήσει.
Και ποιος ξέρει, μπορεί να… ξανασμίξουμε, μόνος είμαι κι εγώ εδώ και πολλά χρόνια… χώρισα».
Η Αφροδίτη μέσα στα κλάματα γέλασε… «Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι… που λέει ο λαός Νίκο μου, αν σμίξουμε σ’ αυτήν την ηλικία».
«Άφησέ το, ας… γελάσει…» Είπε. Και εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του, τον καλούσαν στον κάτω όροφο.
«Αφροδίτη γεια σου, τα ξαναλέμε» είπε και έφυγε βιαστικά…
Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα