Τα Κάλαντα του παλιού καιρού

Δημοσίευση: 24 Δεκ 2020 15:32

Η καλύτερη ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων είναι τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Οι μαθητές του Δημοτικού ήμασταν χαρούμενοι διότι το σχολείο θα ήταν κλειστό για 15 ημέρες. Δέκα, τουλάχιστον, μέρες νωρίτερα κανονίζαμε με ποιον φίλο θα λέγαμε τα κάλαντα. Φροντίζαμε να μάθουμε όσο περισσότερα τραγούδια μπορούσαμε, ώστε να είμαστε σε θέση να πούμε το κατάλληλο σε κάθε σπίτι στο οποίο θα βρισκόμασταν.


Σήμερα τα παιδιά αρκούνται στο γνωστό πανελληνίως λόγιο τραγούδι, ενώ εμείς στη Δεσκάτη είχαμε πολλά: άλλο για το σπίτι του παπά, του δασκάλου, του τσέλιγκα, για το σπίτι με μικρό παιδί, με κόρη ή γιο σε ηλικία γάμου, κ.ά.
Την τελευταία, πριν από τα Χριστούγεννα, εβδομάδα βγαίναμε τη νύχτα στην αυλόθυρα και φωνάζαμε δυνατά: Κόλιαντα, Κόλιαντα και ακούγαμε το γειτονόπουλο να το επαναλαμβάνει. Την παραμονή που θα λέγαμε τα κάλαντα ξυπνούσαμε πολύ νωρίς, γύρω στις 4-5. Ανταμωνόμασταν με τον φίλο στο προκαθορισμένο σημείο και αρχίζαμε από τα συγγενικά μας σπίτια, στα οποία πιστεύαμε ότι θα μας προσφέρουν 1.000 ή τουλάχιστον 500 δραχμές, οι οποίες με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1956 έγιναν μία δραχμή και μισή δραχμή.
Επειδή τα χρήματα στα χωριά των γεωργοκτηνοτρόφων ήταν είδος σε σχετική ανεπάρκεια, σε πολλά σπίτια η νοικοκυρά μάς πρόσφερε 2-3 σύκα ή 4-5 καρύδια ή μία χούφτα σταφίδα. Σε άλλα σπίτια μάς πρόσφεραν 50-100 δραχμές, με τις οποίες αγοράζαμε 2-5 καραμέλες. Υπήρχαν και λίγες οικογένειες φιλάργυρων (σπαγκοραμμένους τους λέγαμε και καρφόχριστους) οι οποίοι προσποιούνταν ότι δεν μας είχαν ακούσει, μολονότι εμείς επαναλαμβάναμε 3-4 φορές το «και του χρόνου». Απογοητευμένοι από τη μη ανταπόκρισή τους φεύγαμε τραγουδώντας:
Τρουυρ-τρουυρ (τριγύρω) στο σπίτι σου γεμάτο καλιακούδια.
Τα μισά γεννούν, τα μισά κλωσούν, τα μισά σε βγάζ’ν τα μάτια!
Το δίστιχο αυτό της απογοήτευσης είναι πολύ καλύτερο από το παρόμοιο άλλων θεσσαλικών χωριών, τα οποία έχω ιδεί και είναι πολύ απρεπή.
Από τη μελέτη των τραγουδιών των Χριστουγέννων προκύπτει ότι ο στίχος τους είναι δωδεκασύλλαβος, όπως των δημοτικών τραγουδιών, απέριττος και καλά σμιλευμένος. Για τους αναγνώστες της Ελευθερίας θα αναφερθώ μόνο σε δύο, με ωραίες ποιητικές εικόνες, τα οποία λέγαμε στο σπίτι με μωρό και στο σπίτι του γραμματικού.

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΜΩΡΟ
Ένα μικρό, μικρούτσικο,
μικρό στη σαρμανίτσα,
τρεις βαϊοπούλες το κουνούν
κι οι τρεις το κανακεύουν
κι η μια την άλλη έλεγε
κι η μια την άλλη λέει:
-Το τι να τ’ αγοράσουμε;
- Κουδούνια ’πό γεράκια,
για να τ’ ακούει μάνα του,
να χαίρετ’ η καρδιά της,
για να τ’ ακούει πατέρας του,
να χαίρετ’ η ψυχή του.
Οι τρεις βαϊοπούλες (παραμάνες που αναλάμβαναν το μεγάλωμα των μωρών της πλούσιας οικογένειας) έχουν τοποθετήσει στο λίκνο (σαρμανίτσα) το μωράκι. Κουνούν τη σαρμανίτσα και το κανακεύουν (χαϊδεύουν) για να αποκοιμηθεί.
Ο λαϊκός ποιητής έχει στο υποσυνείδητό του τις μοίρες της αρχαίας εποχής, οι οποίες έγραφαν τη μοίρα του νεογέννητου. Όμως, στη χριστιανική εποχή του Βυζαντίου οι μοίρες δεν υπάρχουν, έχουν αντικατασταθεί από τις βάγιες-βαϊοπούλες, τις τροφούς των μωρών των πλούσιων οικογενειών. Είναι και αυτές τρεις, όπως και οι μοίρες.
Εκείνες έγραφαν τον κύκλο της ζωής του νεογέννητου, ετούτες του προσφέρουν δώρα. Σκέφτηκαν και αποφάσισαν να του αγοράσουν κουδούνια από γεράκια (γερακοκούδουνα), τα οποία θα δέσουν στη σαρμανίτσα κι όταν την κουνάει το μωρό να ακούει τον ανάλαφρο ήχο τους και να μην τρομάζει, να τον ακούν και οι γονείς του και να ευφραίνεται η καρδιά τους.

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ
Γραμματικός εκάθονταν
απάνω σ’ άσπρη πέτρα
κι έγραφε, κοντύλιαζε,
γράφει και κοντυλιάζει
και σάστισαν τα μάτια του
κι εχύθη η μελάνη
κι εβάψαν τα ρουχίτσια του
τα χρυσοκεντημένα.
Σ’ εννιά ποτάμια τα ’πλυνε
κι ακόμα δεν ξεβάφουν.
Πάει η πέρδικα να πιει νερό
κι έβαψε τα νυχάκια.
Το τραγούδι, στη βυζαντινή μάλλον εποχή, στην οποία μας παραπέμπουν τα χρυσοκεντημένα ρουχίτσια, λεγόταν προφανώς στο σπίτι του λογίου, του ανθρώπου των Γραμμάτων, που ασχολούνταν με τη συγγραφή. Κατέληξε, όμως, να το λέμε στις μέρες μας στο σπίτι του γραμματέα της Κοινότητας.
Τα τραγούδια των Χριστουγέννων είναι άρτιες συνθέσεις, γεγονός το οποίο δηλώνει ότι έχουν ταξιδέψει πολύ, από περιοχή σε περιοχή, με αποτέλεσμα να σμιλευθεί ο στίχος τους. Το ότι έχουν ταξιδέψει πολύ προκύπτει και από τις λέξεις τις οποίες περιέχουν. Η βάγια και η βα(γ)ιοπούλα είναι λέξεις άγνωστες στη Δεσκάτη, η τοπική ενδυμασία ήταν φτωχική χωρίς χρυσοκέντητα ρουχίτσια, απόδειξη ότι τα τραγουδάκια αυτά ήρθαν από άλλη περιοχή.

Από τον Κώστα Σπανό,
εκδότη του «Θεσσαλικού Ημερολογίου»

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass