Του Κώστα Γιαννούλα
Επειδή μ’ αρέσει να γυρίζω στο χθες, να αντλώ και να μοιράζομαι εμπειρίες μιας άλλης εποχής με τους αναγνώστες μου, θα αφηγηθώ μια ακόμη απίστευτη για το σήμερα αλλά αληθινή ιστορία με πρωταγωνιστή ένα δεκατριάχρονο και μια ευρεσιτεχνία του, που αποδεικνύει ότι η πενία τέχνας κατεργάζεται για την επιβίωση, όσων πάσχουν εξ αιτίας της.
Πριν μισό αιώνα περίπου, λοιπόν, που κάθε αγροτικό σπίτι διέθετε χάριν της αυτονομίας του και αυτάρκειάς του σχεδόν κάθε είδους κατοικίδια ζώα και πτηνά, όπως κατσίκες, πρόβατα, αγελάδες, άλογα, κουνέλια, κότες, πάπιες, χήνες και άλλα παρόμοια, κάποιος απ’ το σπίτι έπρεπε να νοιάζεται και για την τροφή τους και για την αναπαραγωγή τους, προκειμένου αυτά να μην εκλείψουν, αφού η επιβίωση των ανθρώπων εξαρτιόταν εν πολλοίς και απ’ το γάλα και απ’ το κρέας τους.
Αξίζει να σημειώσω ότι η εξάρτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα άνθρωποι και ζώα να έρχονται τόσο κοντά, ώστε ακόμη και να συγκατοικούν κάτω απ’ την ίδια στέγη και οι νοικοκυραίοι να νοιάζονται για τα ζωντανά τους σαν να επρόκειτο για μέλη της οικογένειάς τους. Και επειδή η αναπαραγωγή ζώων δεν υπήρχε δυνατότητα ακόμη να γίνει παρά μόνο με φυσικό τρόπο, κάποιος έπρεπε να φροντίζει και γι’ αυτό, να οδηγεί δηλ. το θηλυκό κοντά σε αρσενικό, για να ζευγαρώνουν και να επιτυγχάνεται, έτσι, το ποθούμενο.
Στην περίπτωση μας, νa τί έκανε ένας δεκατριάχρονος, ο οποίος μέχρι τότε είχε συνοδεύσει αρκετές φορές τον πατέρα του, όταν οδηγούσε τις κατσίκες ή τις αγελάδες τους σε γειτονικά σπίτια, που διέθεταν τράγο ή δαμάλι (αρσενικό μοσχάρι).
Επειδή ο «γάμος» μεταξύ ζώων στοίχιζε για τις αγελάδες το ποσό των πενήντα δραχμών, ποσό ουχί ευκαταφρόνητο για την εποχή, όταν το δικό τους νοικοκυριό απέκτησε το δαμάλι του, ο νεαρός ζήτησε απ’ το γεωργό πατέρα του την άδεια να το χρησιμοποιήσει ως επιβήτορα και αντί να οδηγούν τις αγελάδες τους αλλού και να εισπράττουν άλλοι το πενηντάρικο, να τις οδηγούν στην αυλή του σπιτιού τους και τις δικές τους και όσες άλλες έφθαναν εκεί με το συνοδό τους για τον ίδιο σκοπό.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, βέβαια, ότι άλλοι καιροί τότε, άλλα ήθη και ό,τι σήμερα θεωρείται, ενδεχομένως, παρεξηγήσιμο και ακατάλληλο για δημόσια, τουλάχιστον, θέα, τότε θεωρούνταν, ειδικά για τα ζώα, εντελώς φυσιολογικό. Άλλωστε, με τέτοιες εικόνες ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένα στην καθημερινή τους ζωή τα παιδιά εκείνης της εποχής. Γι’ αυτό και ο πατέρας εύκολα έδωσε τη συγκατάθεσή του ποντάροντας και στα έσοδα, που θα προέκυπταν απ’ το εγχείρημα του γιού του.
Όντως, λοιπόν, μετά και τη σχετική ανακοίνωση έφθασε στην αυλή του συγκεκριμένου σπιτιού η πρώτη υποψήφια. Επειδή, όμως, υποδομές για διευκόλυνση της όλης διαδικασίας ήταν ανύπαρκτες, αυτή κράτησε αρκετή ώρα με αποτέλεσμα και χρόνος να χαθεί και το δαμάλι να κουρασθεί. Γι’ αυτό και την επόμενη φορά ο δεκατριάχρονος έβαλε το μυαλό του να δουλέψει και κατασκεύασε ειδική ξύλινη τριγωνική θέση στηριγμένη στο έδαφος και στον πέτρινο αυλόγυρο εις τρόπον ώστε να εισέρχεται σ’ αυτή η αγελάδα στερούμενη της δυνατότητας να μετακινείται. Προκειμένου, μάλιστα, να μην κινδυνεύουν οι δύο κάθετοι πάσαλοι να καταρρεύσουν απ’ την ασκούμενη πίεση, μια που δεν υπήρχε τσιμέντο, για να πακτωθούν, σκέφθηκε να τοποθετήσει στο πλάι τους ξύλινες κόντρες, για να είναι πιο στέρεα η κατασκευή.
Έτσι και έγινε. Έκτοτε η διαδικασία με αντάλλαγμα το πενηντάρικο κρατούσε πολύ λίγο, με αποτέλεσμα ο νεαρός να καταφέρνει μόνος του να εξασφαλίζει για ένα διάστημα τις 150 δρχ., που στοίχιζαν το μήνα τα δίδακτρα για τη φοίτηση στο ιδιωτικό σχολείο του χωριού του και να συνεχίζει απρόσκοπτα τις σπουδές του, μια που η οικογένεια του αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες.
Μ’ αυτά, που αφηγήθηκα, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι η πενία τέχνες κατεργάζεται και ο άνθρωπος, εφόσον αποζητά και δεν απαξιώνει οποιασδήποτε μορφής εργασία, είναι ικανός ν’ αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις και να επιβιώσει.