φόρους.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Το 1864 η Θεσσαλία ανήκει στο Τουρκικό κράτος, οπότε οι πληθυσμοί της βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία και τη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Και οι κατά τόπους Μητροπολίτες, άρα και ο κλήρος, υπακούουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος ως «εθνάρχης» υπουργός Εσωτερικών τελεί υπό τον Σουλτάνο με υποχρέωση να βρίσκεται επικεφαλής των Χριστιανών ραγιάδων. Πιο απλά και κατανοητά: Ο Σουλτάνος μέσω του Πατριάρχη Κων/λεως κρατά στα χέρια του ολόκληρο τον μηχανισμό υποταγής των Χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας του.
Περί τα μέσα του 19ου αι. το περιβόητο ανατολικό ζήτημα ενέπλεξε ξανά τις μεγάλες Δυνάμεις στον ανταγωνισμό τους σχετικά με τα Στενά, τα Βαλκάνια και το Αιγαίο. Η Ρωσία και η Τουρκία εμπλέκονται εκ νέου σε πόλεμο, τον λεγόμενο Κριμαϊκό (1853-1856). Το βασιλικό ζεύγος Όθων και Αμαλία επιχείρησε ανεπιτυχώς να εμπλέξει και την Ελλάδα σ’ αυτόν τον πόλεμο. Πάντως τα γεγονότα έδειξαν ότι ο πόλεμος αυτός υπέθαλψε την επανάσταση στη Θεσσαλία (Φεβρουάριος 1854), όπου σαν σε κίνηση αντιπερισπασμού ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες και έδειχναν να υπερισχύουν. Οι Τούρκοι αδυνατούν πλέον να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες. Διακόπτουν τις διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα και αναθέτουν στους Αγγλογάλλους να διευθετήσουν το ζήτημα.
Έφτασαν, λοιπόν, στον Πειραιά τον Απρίλη του 1854 φέρνοντας μαζί τους στρατεύματα κατοχής και… χολέρα, που ξεκίνησε από γαλλικό πλοίο. Μεταδόθηκε επιδημικά και θέρισε το 1/10 (3.000 δηλαδή) του Αθηναϊκού πληθυσμού. Οι ξένοι απαίτησαν την αποδοκιμασία της επανάστασης και την αποπομπή της κυβέρνησης. Έφυγαν τον Μάρτη του 1857, αφού πρώτα επέβαλαν όπως πάντα, την ησυχίαν, την τάξιν και φυσικά την επιρροήν του Σουλτάνου καθ’ άπασαν την επικράτειαν. Η επανάσταση στη Θεσσαλία κατεστάλη, για να εκδηλωθεί 23 χρόνια αργότερα στη Μαγνησία.
Ο Σουλτάνος για να διασφαλίσει την είσπραξη φόρων από την ξεσηκωμένη Θεσσαλία, αλλά και από τις υπόλοιπες περιοχές της κατακτημένης Ελλάδας, μέσω του Πατριάρχη ανάγκασε τους Μητροπολίτες να επωμιστούν την υποχρέωση της είσπραξης, και όποιοι αρνούνται να πληρώσουν, να αφορίζονται πάραυτα. Είτε είναι ιδιώτες, είτε πόλεις, είτε χωριά…
Η Θανάτη λοιπόν, το κεφαλοχώρι της επαρχίας Αγιάς, ορεινό και δυσπρόσιτο, με 400 περίπου σπίτια, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών του 19ου αιώνα, έχοντας εξαρχής στην Τουρκοκρατία περιορισμένη ανάμειξη και αλισβερίσι με το τούρκικο στοιχείο, σε τούτη τη φάση αρνείται επίμονα να καταβάλλει τα δοσίματα. Οι κάτοικοι ζουν με το όραμα της αποτίναξης του Τουρκικού ζυγού. Και κατά παράδοση, οι προύχοντες του χωριού, Κανδηλαραίοι, σήκωσαν ήδη μπαϊράκι. Λέγεται ακόμα ότι οι κάτοικοι εξαφάνισαν και τους φοροεισπράκτορες που στάλθηκαν ένοπλοι στο χωριό.
Κατόπιν τούτου ο Μητροπολίτης Δωρόθεος κήρυξε τον αφορισμό ολόκληρου του χωριού και έστειλε το κείμενο του επιτιμίου στην ενορία της Αγίας Παρασκευής με την υποχρέωση να το διαβάσει ο παπάς μέσα στην εκκλησία, ώστε να λάβουν γνώση οι χωριανοί, που ήδη είχαν ενημερωθεί, οπότε και έτρεξαν σύσσωμοι στην εκκλησία. Με προτροπή μάλιστα των προεστών από κάποια στιγμή και μετά κάρφωσαν και τις πόρτες, προκειμένου κανείς να μη βγει έξω, αλλά ούτε και να μπει με τον φόβο μήπως παρεμποδίσει τον ξεσηκωμό των πιστών εναντίον του αφορισμού, και περίμεναν έτοιμοι ν’ ακούσουν απ’ τον παπά το ανάγνωσμα του επιτιμίου.
Κι όταν ο παπα-Αλέξης τούς ανακοίνωσε απ’ την ωραία πύλη το τι θα ακολουθήσει, όλο το εκκλησίασμα όρμησε, του άρπαξαν το χαρτί από τα χέρια και το έκαναν χίλια κομμάτια. Στη συνέχεια ξεκάρφωσαν τις πόρτες και βγήκαν απ’ την εκκλησία σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Κι απ’ την ίδια κιόλας μέρα έδειχναν να αγνοούν τελείως τον αφορισμό του Δεσπότη. Συνέχισαν τις εργασίες, τις συναλλαγές τους, τις θρησκευτικές τους λατρείες, τα έθιμά τους, την κοινωνική τους ζωή, όπως μέχρι τότε. Και στα 105 χρόνια που κράτησε ο εν λόγω αφορισμός, οι κάτοικοι προχωρούσαν με την κληρονομική διαδοχή των γενεών σαν να μην κρεμόταν πάνω τους καμιά κατάρα. Τελούσαν όλα τα μυστήρια εκκλησιάζονταν κανονικά και μάλιστα σε λίγο το χωριό χωρίστηκε σε δύο ενορίες, Αγίας Παρασκευής, Αγίου Νικολάου. Και στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίστηκαν μάλιστα αρκετοί παπάδες. Άραγε πώς τους χειροτονούσε η Μητρόπολη και τους τοποθετούσε σε χωριό αφορισμένο;
Η λύση του αφορισμού αυτού έγινε στις 16/11/1969, συμβολικά με τα εγκαίνια του νεόδμητου ναού της Αγίας Παρασκευής. Εφημέριος ήταν ο μακαριστός Παπακώστας, ενώ χοροστάτησε ο μακαριστός Μητροπολίτης Δημητριάδος Ηλίας με πλήθος ιερέων. Το τελετουργικό έγινε νύχτα μέσα σε ατμόσφαιρα δέους, όπου διαχέονταν παντού η ιερή ανατριχίλα κατάνυξης και τρόμου.
Θα σταθώ τέλος σ’ ένα απ’ τα κωμικά κατάλοιπα που άφησε ο αφορισμός αυτός. Είναι η βρισιά «oυ, αφορισμένε», που ξεστόμιζαν οι γριές βγάζοντας το άχτι τους, για τον αφορισμό κυρίως, όταν ενοχλούνταν από τις αταξίες των παιδιών. Και πίστευαν ότι μ’ αυτόν το «αφορισμένε» που φώναζαν με οργή και αγανάχτηση όχι μόνο εξόρκιζαν τον αφορισμό, αλλά και συνέτιζαν συνάμα τον ταραξία. Κι αν δεν έχει ακούσει και η γενιά μου την οργισμένη αυτή βρισιά! Κατά πόσο μας συνέτισε δεν είμαι σε θέση να το πω…Για την Ομάδα Ιστορικής Έρευνας «Δημ. Αγραφιώτης»
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος