* Από τον Δημήτρη Μάρδα
Την προηγούμενη εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε τη γνώμη του υπερψηφίζοντας την πρόταση περί επιβολής κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας. Η γνώμη του δεν είναι δεσμευτική καθώς δεν συναποφασίζει με το Συμβούλιο στο συγκεκριμένο θέμα. Στη Σύνοδο Κορυφής της 10-11 Δεκεμβρίου θα αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την τύχη των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας μετά τη μετάθεση της απόφασής του τον Οκτώβριο του 2020.
Η απάντηση του Ερντογάν -και πριν τη Σύνοδο ενδεχομένως- μπορεί να δοθεί με μια νέα «απόβαση» προσφύγων στα ελληνικά νησιά. Η έλευση ευρωπαϊκού στόλου στα επίμαχα νησιά πλησίον της Τουρκίας πριν την απόφαση του Δεκεμβρίου, θα ήταν ίσως μια πρώτη απάντηση στην τουρκική προκλητικότητα.
Η απόφαση της Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ηχεί δύσκολη, λόγω της πολυπλοκότητας των συμφερόντων πολιτικής και κυρίως οικονομικής υφής. Θα ήταν σκόπιμο λοιπόν να επικεντρωθεί στην πρώτη της φάση, σε κυρώσεις με αποδέκτη μόνο την τουρκική κυβέρνηση, μέσω του «κοψίματος» της χρηματοδότησης της Τουρκίας από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό και της στέρησης κάθε τεχνικής βοήθειας.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα χρήματα του «Μηχανισμού της Προενταξιακής Βοήθειας», τα οποία για την Τουρκία κατά την περίοδο 2014-20 ανέρχονταν σε 3,5 δισ. ευρώ, αφού δεν είναι τα μόνα χρήματα που παίρνει από την ΕΕ.
Αποδέκτης μιας τέτοιας κύρωσης είναι οι μερικότερες κυβερνητικές πολιτικές με θέμα την περιφερειακή, την αγροτική ανάπτυξη κ.ά. Μπορούν να εξαιρεθούν μόνο τα χρήματα υπέρ των προσφύγων υπό την προϋπόθεση ότι δεν μεθοδεύεται νέα «απόβασή» τους στα ελληνικά νησιά.
Μια τέτοια απόφαση έχει τόσο οικονομικές επιπτώσεις όσο και έντονα πολιτικές. Στην ουσία «κόβει» το νήμα του προενταξιακού διαλόγου της Τουρκίας που άρχισε μετ’ εμποδίων το 2005, δίνοντας έτσι ένα στίγμα ιδιαίτερα σαφές. Η τουρκική κυβέρνηση οφείλει ακόμη, να δώσει επαρκείς εξηγήσεις στην επιχειρηματική της κοινότητα για τις επιλογές της, ικανές να προκαλέσουν στο απώτερο μέλλον προβλήματα αναφερόμενα στο 40% των τουρκικών εξαγωγών, που κατευθύνονται στα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Αν η συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περιστραφεί στην Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, και το όποιο «πάγωμά» της, αυτό θα θίξει πολλές ευρωπαϊκές (και ελληνικές εξαγωγικές) επιχειρήσεις άμεσα... Πράγματι, ένας σημαντικός αριθμός Ευρωπαϊκών εταιρειών επένδυσαν στην Τουρκία στο όνομα του ολικού ανοίγματος της αγοράς της ΕΕ μέσα από την πολυσυζητημένη Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας. Αυτή εξασφάλισε τη χωρίς εμπόδια των εκεί παραγομένων προϊόντων τους στις αγορές της Ένωσης.
Μια απόφαση αναστολής της Τελωνειακής Ένωσης θα μπορούσε λοιπόν να είναι η έσχατη λύση που θα υιοθετηθεί σε ένα δεύτερο στάδιο, λίγους μήνες μετά, αν η τουρκική προκλητικότητα συνεχισθεί.
Να υπενθυμίσουμε τέλος ότι κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν τοποθετήσει κατά την τελευταία περίοδο στην Τουρκία κεφάλαια της τάξης των 120 δισ. ευρώ με προεξέχουσα την Ισπανία (64 δισ. ευρώ), ένα στοιχείο της προαναφερθείσας πολυπλοκότητας και εξέλιξη που προκαλεί εύλογα αντιστάσεις κατά των κυρώσεων.
Η διαδικασία της σύνδεσης και κατόπιν της ένταξης του Τουρκίας στην ΕΕ είναι η πιο ταλαιπωρημένη που υπήρχε ποτέ. Η Τουρκική κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση σύνδεσης με την τότε ΕΟΚ στις 31 Ιουλίου 1959, χωρίς καν να ρωτήσει την Εθνοσυνέλευση της χώρας! Λίγες εβδομάδες νωρίτερα στις 8 Ιουνίου είχε προηγηθεί η ελληνική αίτηση σύνδεσης. Μετά από περιπέτειες, η Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963.
Η Συμφωνία Σύνδεσης συνοδεύθηκε επίσης και από Χρηματοδοτικά Πρωτόκολλα. Από τότε και κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας οι τουρκικές εξαγωγές προς την ΕΟΚ σχεδόν διπλασιάστηκαν αγγίζοντας το 42% των συνολικών εξαγωγών της από το 23% του 1963.
Βλέποντας η Επιτροπή την προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά το 1975 για ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και γνωρίζοντας την αντίδραση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, προσπάθησε να αναθερμάνει στις σχέσεις ΕΟΚ-Τουρκίας. Αυτό έγινε επί της τελευταίας κυβέρνησης Ετσεβίτ λίγο πριν το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν (1980).
Οι εσωτερικές όμως αντιδράσεις εντός της κυβέρνησης οδήγησαν στην άρνηση του Ετσεβίτ για δημιουργία Ευρωπαϊκού κεκτημένου υπέρ της Τουρκίας απέναντι στην προς ένταξη Ελλάδα. Η Τουρκία έχασε την πρώτη της ευκαιρία για να βάλει... πόδι στην ΕΟΚ τότε. Το 1995 τίθεται σε εφαρμογή η Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, αναπτερώνοντας έτσι τις ελπίδες της Άγκυρας για μια μελλοντική ένταξη.
Η δεύτερη ευκαιρία της Τουρκίας χάθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου (1997) λίγο μετά την περιπέτεια των Ιμίων. Η κρίση των Ιμίων της στέρησε τον δρόμο προς την ένταξη! Αυτός μισάνοιξε στη Σύνοδο Κορυφής τους Ελσίνκι (1999), όπου η Τουρκία θεωρήθηκε όμως απλώς «επιλέξιμο προς ένταξη κράτος»!
Την προσπέρασαν τότε οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μαζί με την Κύπρο και τη Μάλτα... Τον Οκτώβριο του 2005 αποφασίσθηκε η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και έκτοτε καρκινοβατεί όλη αυτή η διαδικασία, η οποία δεν πρόκειται να ανθίσει ποτέ πλέον, καθώς το τρένο της ιστορίας των εντάξεων δεν περνά πολλές φορές.
*Ο Δημήτρης Μάρδας, είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. αν. υπουργός Οικονομικών και υφ/γός Εξωτερικών