διεκδικούσε την ενίσχυση του Ε.Σ.Υ., την άμεση στελέχωσή του και την έγκαιρη προετοιμασία του συστήματος με Μ.Ε.Θ., υποδομές και σχέδιο επίταξης του ιδιωτικού τομέα υγείας.
Τίποτα από τα παραπάνω βέβαια δεν έγινε και η πανδημική έξαρση αντιμετωπίσθηκε και πάλι με το πλέον αυστηρό, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, απαγορευτικό (λοκντάουν).
Αιτία αυτήν τη φορά της απόφασης εφαρμογής περιοριστικών οριζόντιων μέτρων φαίνεται ότι ήταν, όχι μόνον η κακή κατάσταση του συστήματος υγείας, που έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του προς αυτοδιάλυση και αυτόματο μαρασμό ελέω της σχεδιαζόμενης εμπορευματοποίησης και της εφαρμογής του ιδιωτικοποιημένου «νέου Ε.Σ.Υ.», αλλά και η έλλειψη αξιόπιστων και αναλυτικών δεδομένων καταγραφής της πανδημίας και δυνατότητας πρόβλεψης του επερχόμενου κακού.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του απαγορευτικού για μία ακόμα φορά ήταν η δυσανάλογη επίκληση της σημασίας της ατομικής ευθύνης και η επιλεκτικότητά του, ώστε να μην θιγούν για ευνόητους λόγους τομείς κρατικής ή εργοδοτικής ευθύνης, όπως τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, τα σχολεία και τα εργοστάσια.
Αποτέλεσμα των κυβερνητικών επιλογών και της ολιγωρίας ήταν η αδυναμία του συστήματος να ανταποκριθεί στις ακραίες συνθήκες της παρούσας επιδημικής έξαρσης.
Η έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, κυρίως του εξειδικευμένου, η ανεπάρκεια κλινών Μ.Ε.Θ., η δημιουργία νέων κλινών Μ.Ε.Θ. σε ακατάλληλους χώρους χωρίς προδιαγραφές και η αδυναμία στελέχωσης αυτών με εξειδικευμένο προσωπικό, η εσωτερική ανακατανομή προσωπικού και η επιβολή ενασχόλησης του με καθήκοντα για τα οποία δεν έχει την απαιτούμενη εκπαίδευση συνετέλεσαν εκ των πραγμάτων στην υποβάθμιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της θεραπείας και της νοσηλείας.
Σε ομαλές και ελεγχόμενες συνθήκες η έλλειψη προσωπικού στο Ε.Σ.Υ. συχνά επέβαλε τη συμμετοχή και των συνοδών, συγγενών σε βοηθητικά καθήκοντα φροντιστή. Σε ειδικές συνθήκες απομονωμένης νοσηλείας η έλλειψη υποστήριξης των αρρώστων από συνοδούς φροντιστές και η αδυναμία υποκατάστασης της προσφοράς των, επιδείνωσε την ποιότητα της υποστήριξης και τον ευάλωτο ψυχισμό των νοσούντων από Covid-19.
Η κατακόρυφη αύξηση της θνητότητας από τη λοίμωξη στην Ελλάδα, με υψηλή θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη, ήταν το αναμενόμενο εγκληματικό επακόλουθο.
Την επομένη ημέρα η αποτίμηση του τι συνέβη κατά την τρέχουσα πορεία της πανδημίας και η μελέτη της θνητότητας από Covid-19, αλλά και της λοιπής θνησιμότητας από τη σιωπηλή «επιδημία» έξαρσης της λοιπής νοσηρότητας θα είναι δυσχερής ελλείψει αναλυτικών δεδομένων.
Ο καθ’ ύλην αρμόδιος Ε.Ο.Δ.Υ. σε αυτήν τη φάση όχι μόνον καταγράφει λιγότερα από τα ελάχιστα απαιτούμενα βάσει των οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Νόσων (ECDC), αλλά και επικοινωνεί με επιλεκτικό τρόπο τα δεδομένα, τουλάχιστον όπως υποστηρίζεται από δημοσιεύματα στον ημερήσιο Τύπο και όπως διαπιστώνουμε από την ατομική μας εμπειρία. Οι αναφορές αυτές στον ημερήσιο Τύπο διαψεύδονται από την κυβέρνηση με ατεκμηρίωτους βερμπαλισμούς, που δεν συνοδεύονται βέβαια από την απαιτούμενη διαφανή και αποστομωτική δημοσιοποίηση των αναλυτικών δεδομένων, αν υπάρχουν.
Στον νομό της Λάρισας, τώρα που οι νοσούντες και οι νεκροί πλέον έχουν ονοματεπώνυμο, αναδεικνύεται ότι δεν υπάρχει δυστυχώς, σχέδιο αντιμετώπισης βασισμένο σε σενάρια σταδιακής κλιμάκωσης των επιπτώσεων της πανδημίας.
Και στο τοπικό επίπεδο αξιοποιείται η μέθοδος της σιωπής, με την επίκληση της επιθυμίας διαφύλαξης της κοινής γνώμης από τον πανικό. Έτσι δεν γνωρίζουμε στον νομό τον αριθμό των νεκρών από Covid-19, τον αριθμό των νοσούντων συναδέλφων υγειονομικών, τον αριθμό των τεστ που διενεργούνται, τα αναλυτικά δεδομένα της διαστρωμάτωσης των κρουσμάτων κατά φύλο, ηλικία, επάγγελμα, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο κ.ά, την επίπτωση της νόσου σε εργασιακούς χώρους και σε δομές συγχρωτισμού ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Ο πανικός μάλλον, αντί να απειλεί την κοινή γνώμη, έχει εγκατασταθεί στα επιτελεία των αποφάσεων για την οργάνωση της άμυνας κατά της πανδημίας. Τα επιτελεία προέκυψαν κατά την εξέλιξη των γεγονότων και λειτούργησαν με μοναδικό κριτήριο την αντιμετώπιση των καταστάσεων μετά την εκδήλωσή τους, με την άκρως αναποτελεσματική και επικίνδυνη τακτική του «βλέποντας και κάνοντας».
Η τακτική αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με την επίκληση της γενικής έλλειψης οργανωτικών πλαισίων του κατ’ ευφημισμόν επιτελικού κράτους, αν δεν διέπετο από εμφανή κίνητρα εξυπηρέτησης συμφερόντων.
Κύριο κριτήριο των αποφάσεων ήταν και είναι, όχι μόνον η προφύλαξη της υγείας του λαού, αλλά και η διαφύλαξη ως αποστειρωμένου από την Covid-19 του ιδιωτικού τομέα υγείας και κυρίως των ιδιωτικών νοσοκομείων. Προτεραιότητα του σχεδιασμού ήταν η εξασφάλιση της κερδοφορίας των ιδιωτικών συμφερόντων, μέσω της αύξησης της πληρότητας των κλινών τους, της αύξησης των χειρουργικών πράξεων, της μετακίνησης σε αντίστοιχες κρατικές νοσοκομειακές μονάδες των νοσούντων από Covid-19 αιμοκαθαιρόμενων νεφροπαθών, της διενέργειας με χρέωση των τεστ ανίχνευσης, της αύξησης του όγκου των θεραπειών καρκινοπαθών και γενικά η μεταφορά υγειονομικού έργου στον ιδιωτικό τομέα.
Επειδή «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» οι διαδικασίες αντιμετώπισης της πανδημίας στόχευσαν και στη διαφοροποίηση των ρόλων και τη σκιαγράφηση των προοπτικών και σε αυτό καθ’ εαυτό το πλαίσιο του Ε.Σ.Υ.
Έτσι για να διαφυλαχθεί το Π.Γ.Ν. Λάρισας ως προς τον χαρακτήρα και την ελκυστικότητά του κατά την επόμενη ημέρα και να μη διαταραχθεί ο σχεδιασμός της μετατροπής του σε Ν.Π.Ι.Δ., επελέγη το Γ.Ν. Λάρισας, χωρίς να είναι κέντρο αναφοράς κατά τον αρχικό σχεδιασμό, να εξελιχθεί σχεδόν αποκλειστικά σε κέντρο νοσηλείας Covid-19, απεμπολώντας κάθε άλλη ιατρονοσηλευτική δραστηριότητα με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η επιλογή αυτή έγινε, παρά το γεγονός ότι η χωροταξική διαμόρφωση του εν λόγω νοσοκομείου το καθιστά παντελώς ακατάλληλο και επισφαλές για μία τέτοια απαιτητική λειτουργική προσαρμογή.
Σε τοπικό επίπεδο ποτέ δεν υπήρξε ένα κεντρικό ολοκληρωμένο σχέδιο με συλλογική εμπλοκή, ενεργοποίηση και έγκαιρη ενημέρωση όλων των θεσμικών δομών οργάνωσης των νοσοκομείων, όπως προβλέπεται από τα θεσμοθετημένα οργανογράμματα.
Ο διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης των τομέων παροχής υπηρεσιών υγείας, δημόσιου και ιδιωτικού, αναδεικνύει την ακαταμάχητη ανταγωνιστικότητα του Ε.Σ.Υ., που, αν και «ξεδοντιασμένο», εξακολουθεί να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο της ιδιωτικής κερδοσκοπίας. Κύριο μέσο για την αύξηση των ιδιωτικών κερδών στην υγεία είναι η καταστολή και ο περιορισμός της δραστηριότητας του Ε.Σ.Υ., που παρά την υποχρηματοδότηση και την τεχνολογική και ξενοδοχειακή υποβάθμισή του διατηρεί κύρος και ανταγωνιστική υπεροχή.
Με λίγα λόγια, ένα πλήρες Ε.Σ.Υ. με διασυνδεδεμένο, επαρκές σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με οργανωμένη πρόληψη και επιδημιολογική επιτήρηση, με αποκλειστικά κρατική χρηματοδότηση και δωρεάν ποιοτικές υπηρεσίες υγείας για όλους, δεν εκχωρεί τόπο και λόγο ύπαρξης στον ιδιωτικό τομέα υγείας.
Από τον δρ. Αθανάσιο Αθανασιάδη*
* Ο δρ. Αθανάσιος Αθανασιάδης είναι αντιπρόεδρος της Ε.Ι.Ν.Κ.Υ.Λ