μορφωτικό τους επίπεδο με την πρόσκτηση νέων πρακτικών δεξιοτήτων.
Κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, του 1950, η βασιλική οικογένεια, ο βασιλιάς Παύλος Α’ και η σύζυγός του Φρειδερίκη, δραστηριοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση αυτή, συμπληρωματικά και παράπλευρα προς τις δράσεις της κυβέρνησης, με την ίδρυση βασιλικών ιδρυμάτων (λ.χ. του «Εθνικού Ιδρύματος», που διηύθυνε ο Παύλος, και της «Βασιλικής Πρόνοιας» παιδουπόλεων, που είχαν οργανωθεί από τη Φρειδερίκη, με τη συμπαράσταση πλουσίων κυρίων της Αθήνας, αλλά και του ίδιου του κράτους.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της λειτουργίας του Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος, που είχε συγκροτηθεί με σκοπό να εξυψώσει «το βιοτικόν, ηθικόν, και πνευματικόν επίπεδο του Ελληνικού Λαού», ιδρύθηκαν οικοκυρικές σχολές στις πρωτεύουσες των Νομών, αλλά και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα.
Στις σχολές αυτές φοιτούσαν νεαρά κορίτσια ηλικίας 16-19 ετών, εντελώς δωρεάν, για ένα έτος (Ι. Καραμπότσος, νομάρχης Λαρίσης, προς τους κ.κ. προέδρους Κοινοτήτων Νομού, Εν Λαρίση, τη 19/5/55/Αρχεία Νομού Λάρισας/ΔΗΜ. 9.01/ΑΒΕ 512/Φ. 28/Αρχείο Κοινότητας Κυψέλης-Κιλελέρ/αρ. πρωτ. 358/28-5-55).
Η εκπαίδευση των κοριτσιών στις οικοκυρικές σχολές είχε ηθικοπλαστικό χαρακτήρα, με βάση τον ηθικό κώδικα και τις αξίες της εποχής εκείνης παράλληλα, τα εφοδίαζε με πρακτικές γνώσεις, απαραίτητες για τις ανάγκες του σπιτιού και της οικογένειας.
Ειδικότερα, στις σχολές, οι νεαρές κοπέλες της εποχής μάθαιναν «να είναι καθαρές στο σώμα, στην ψυχή και στη σκέψη, να αγαπούν το σπίτι τους, το χωριό τους και την Ελλάδα, να έχουν πίστι στον Θεό».
Από την άλλη πλευρά, οι πρακτικές δεξιότητες που θα αποκτούσαν, αφορούσαν, εκτός από το μαγείρεμα, το σιδέρωμα, το ράψιμο, το κέντημα, τη χρήση του αργαλειού και άλλες καθημερινές ασχολίες του νοικοκυριού, στην παροχή περίθαλψης και πρώτων βοηθειών, στη βρεφοκομεία, την περιποίηση δέντρων, φυτών και ανθών, στη φροντίδα οικόσιτων ζώων και πτηνών, στην υγιεινή και διακόσμηση του σπιτιού, καθώς και στην ευγενική συμπεριφορά, «τους καλούς τρόπους», προς οικείους αλλά και ξένους.
Στο παραπάνω έγγραφο που διαβίβασε το Τμήμα Αποκαταστάσεως της Νομαρχίας Λάρισας προς τις τοπικές κοινότητες και υπέγραψε ο Νομάρχης, υπογραμμίζονταν ακόμα οι πρακτικές δυσκολίες του εγχειρήματος.
Καθώς, λοιπόν, ήταν αδύνατο να εκπαιδευτούν όλα τα νεαρά κορίτσια των χωριών της περιφέρειάς του, ο Νομάρχης ζητούσε από κάθε χωριό να προταθεί ένα κορίτσι, που θα φοιτούσε δωρεάν στην Οικοκυρική Σχολή, και στη συνέχεια, επανερχόμενο στο χωριό του, θα δίδασκε δωρεάν στις υπανδρεμένες νοικοκυρές όσα είχε μάθει. Ήταν, στην πραγματικότητα, μια μορφή αλληλοδιδακτικής μάθησης και «μετάγγισης» καλών πρακτικών, η οποία, στην περίπτωση του Νομού Λάρισας, ευνοήθηκε από την ίδρυση και λειτουργία Οικοκυρικής Σχολής στη Λάρισα.
Στην «υπηρεσία βαθύτερων κοινωνικών σκοπών και αναγκών» και την προαγωγή της αντίληψης του Κοινωνικού συνόλου, έθεσε, εξάλλου, ο βασιλιάς την οργάνωση μίας Κεντρικής Επιτροπής, υπό την προεδρία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και διάφορων τοπικών επιτροπών, ανά Νομό, υπό την προεδρία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με σκοπό τη φροντίδα για την προικοδότηση απόρων κορασίδων.
Σχετικό έγγραφο διαβίβασε ο Νομάρχης Λάρισας προς τους τοπικούς Δημάρχους και Κοινοτάρχες (Νομάρχης Λάρισας, προς τους κ.κ. Δημάρχους και Προέδρους Κοινοτήτων Νομού Λάρισας, Εν Λαρίση, τη 14/1/57/Αρχεία Νομού Λάρισας/ΔΗΜ. 9.01/ΑΒΕ 512/Φ. 29/Αρχείο Κοινότητας Κυψέλης-Κιλελέρ/αρ. πρωτ. 68/25-1-57).
Η δραστηριοποίηση των παραπάνω επιτροπών που θα συγκροτούσαν ανώτατοι και ανώτεροι δικαστικοί λειτουργοί, επαφιόταν, σύμφωνα με το έγγραφο, και στις πρωτοβουλίες της Διοίκησης της χώρας, ιδιαιτέρως της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς το ζήτημα της πρόνοιας για την προικοδότηση των άπορων κορασίδων της υπαίθρου παρουσίαζε σημαντικές δυσχέρειες, υπό τις επικρατούσες τότε συνθήκες.
Η πρόταση του βασιλιά που κόμισε στους Δημάρχους και Κοινοτάρχες ο νομάρχης Λάρισας, ήταν να εξοικονομήσει κάθε Δήμος ή κοινότητα της δικαιοδοσίας του ποσό 1.000 δραχμών από τον προϋπολογισμό της και να το καταθέσει σε πίστωση ειδικού λογαριασμού της Εθνικής Τράπεζας και Αθηνών που αφορούσε στην προικοδότηση απόρων κορασίδων.
Το ποσό αυτό, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, θα εξασφάλιζε σε βάθος χρόνου στην κοπέλα που θα επιλεγόταν ως η πλέον άπορη του Δήμου ή της κοινότητας, τη δέουσα οικονομική βοήθεια ώστε να μεριμνήσει για την οικογενειακή αποκατάστασή της.
Για την εγκυρότητα της διαδικασίας, θα έπρεπε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εγγράφου, μετά την πίστωση των χρημάτων στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό, να ενημερωθεί ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας, ως πρόεδρος της τοπικής επιτροπής, τόσο για το όνομα της επιλεγείσης απόρου κορασίδος, όσο και για την κατάθεση των χρημάτων, προκειμένου η τελευταία να εγγραφεί μεταξύ των δικαιούχων της ενίσχυσης.
Επιπλέον, κάθε Δήμος ή κοινότητα είχε τη δυνατότητα να επιλέξει περισσότερα από ένα άπορα κορίτσια, εφόσον υπήρχαν διαθέσιμοι πόροι για την προικοδότησή τους.
Εν κατακλείδι, και οι δύο μαρτυρίες φανερώνουν αφενός μεν την πρόθεση του βασιλικού ζεύγους να ενσκήψει στα προβλήματα της ελληνικής υπαίθρου, οι αντοχές της οποίας είχαν δοκιμαστεί σκληρά στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου (1940-1949) και ταυτόχρονα να ενισχύσει τη δημοφιλία τους στους αγροτικούς πληθυσμούς, αφετέρου δε την απουσία οργανωμένου κράτους πρόνοιας μετεμφυλιακά. Επιπλέον, αναδεικνύονται τα ήθη και οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας σε προγενέστερες εποχές.
Ανάλογες πάντως πρωτοβουλίες του ελληνικού θρόνου κατά την περίοδο εκείνη συνήθως τύγχαναν της επιδοκιμασίας της επίσημης κυβέρνησης, η οποία, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, παρέσχε στο βασιλικό ζεύγος τα μέσα για την υλοποίησή τους (λ.χ. ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις, εξασφάλιση χρηματοδότησης μέσω έμμεσης φορολόγησης, παραχώρηση δωρεάν δημοσίων εκτάσεων).
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο- δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.