στεκόταν όρθιος και ακουμπούσε το πίσω μέρος του σώματός του σε σταθερό μέρος (τοίχο - δέντρο κ.λπ.). Τα μέλη της μίας ομάδας, συνήθως 4 ή 5 άτομα {όχι περισσότερα, λόγω του ότι θα γινόταν πιο μακριά η "Γαϊδούρα" (καμάρα) και θα ήταν δύσκολο να πηδήξεις επάνω και να πας πολύ μπροστά}, ήταν σκυμμένα το ένα πίσω από το άλλο και δημιουργούσαν μία σειρά, τη "Μακριά Γαϊδούρα". Στη σειρά αυτήν των παιδιών της "Μακριάς Γαϊδούρας" το κεφάλι του επόμενου ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα πόδια του προηγούμενου για να υπάρχει συνοχή και αντοχή στον σχηματισμό. Τα παιδιά της άλλης ομάδας - ομοίως 4 ή 5 τον αριθμό - παίρνοντας φόρα πηδούσαν πάνω από τα παιδιά της πρώτης ομάδας (ο πρώτος προσπαθούσε να πάει όσο το δυνατόν πιο μπροστά, για να χωρέσουν και οι υπόλοιποι), ώσπου να ανέβουν όλα στην πλάτη της "γαϊδούρας". Προσπαθούσαν να φθάσουν όσο πιο μπροστά γίνεται, ώστε όλη η ομάδα να καβαλικέψει και να μην πέσει όλο το βάρος στους τελευταίους της άλλης ομάδας και πέσουν. Εάν τα κατάφερναν, χωρίς να τους ρίξουν κάτω ή οι ίδιοι να μην ακουμπήσουν τα πόδια τους στο έδαφος το πρώτο από τα παιδιά που πηδούσαν έλεγε "πόσα είναι τούτα δω" δείχνοντας στη μάνα κάποια δάχτυλα του χεριού του. Ένα παιδί από την άλλη ομάδα έπρεπε να μαντέψει σωστά. Αν μάντευε σωστά ή αν κάποιος έπεφτε από τη γαϊδούρα, τότε έχανε η ομάδα και έπρεπε να αλλάξουν ρόλους, να πάρουν τη θέση της άλλης ομάδας, αλλιώς συνέχιζαν μέχρι να χάσουν το παιχνίδι και πάει λέγοντας. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας τότε. Δεν είχαμε τις ανέσεις που έχουν σήμερα τα παιδιά, γι’ αυτό και ψάχναμε να βρούμε τρόπους να παίξουμε και να διασκεδάσουμε.
Από τον Γιάννη Γούδα