Έχει γίνει και αυτό αλλά...
Το... αλλά, είναι γιατί συνήθως από την ιστορία, αυτή που μάλλον γράφουν οι νικητές, το όλο θέμα ήταν και εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο, ή, έχοντας, όπως η διπλωματική γλώσσα το θέλει, αποκτήσει ένα... «low profile».
Για το ελληνικό αντιτορπιλικό «Βασιλεύς Γεώργιος Α» η σημερινή ιχνηλασία που θα κινηθεί στα ταραγμένα πέλαγα του Αιγαίου στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Γερμανοί βομβάρδιζαν τα ελληνικά λιμάνια.
Πάμε λοιπόν και συνεχίζουμε:
«Το αντιτορπιλικό Βασιλεύς Γεώργιος Α' (D-14) ήταν τύπου Greyhound, Βρετανικής κατασκευής. Η καθέλκυση του έγινε στις 3 Μαρτίου 1938 και εντάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό επί κυβερνήσεως Ι. Μεταξά. Από την ένταξή του στη δύναμη του Στόλου χρησιμοποιήθηκε σαν αρχηγίδα του στολίσκου των Αντιτορπιλικών. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου της περιόδου 1940 -1941 και συγκεκριμένα στην πρώτη (14-15 Ιανουαρίου 1940) και τρίτη (4-5 Ιανουαρίου 1941) επιδρομή στο Στενό του Οτράντο, καθώς και σε συνοδείες νηοπομπών».
Αυτά για την ταυτότητα του πλοίου, του οποίου η συνέχεια της πορείας υπήρξε συναρπαστική: Στις 14 Απριλίου του 1941 και ενώ βρίσκονταν στο Σοφικό του Σαρωνικού σε διασπορά δέχθηκε σφοδρή αεροπορική επίθεση από τους Γερμανούς και έπαθε σοβαρές ζημιές. Ο κυβερνήτης του πλοίου αντιπλοίαρχος Πύρρος Λάππας επιδεικνύοντας ιδιαίτερη τόλμη και αποφασιστικότητα κατάφερε τελικά με πολλές δυσκολίες, παρά την κλίση που είχε πάρει το πλοίο και τον κίνδυνο που διέτρεχε να δεχτεί δεύτερη επίθεση, να το σώσει φέρνοντάς το αργά - αργά στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας όπου και εισήλθε σε πλωτή δεξαμενή για ευρεία επισκευή. Λόγω όμως της γερμανικής προέλασης και της αδυναμίας έγκαιρης επισκευής, προκειμένου αυτό να μην γίνει λεία πολέμου ο κυβερνήτης διέταξε τη βύθιση του πλοίου που όμως τελικά ήταν δύσκολο να γίνει απόλυτα καθώς τα νερά δεν είχαν μεγάλο βάθος.
Εκεί λοιπόν η ιστορία ήταν που άλλαξε όνομα, καθώς οι Γερμανοί που κατέκτησαν πλέον την Ελλάδα, το ανακάλυψαν μισοβυθισμένο, το ανέσυραν, το επισκεύασαν και το ενέταξαν στη δύναμη του στόλου τους.
Ο «Βασιλεύς Γεώργιος Α΄» αλλάζει όψη και βάφεται στα γερμανικά χρώματα του πόλεμου με την πολεμική σβάστικα του ναυτικού.
Το νέο όνομα αυτού με τον κωδικό ZG3, είναι «HERMES» και αναλαμβάνει πλέον δράση ενταγμένο στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό και μάλιστα προξενώντας πολλές απώλειες στα συμμαχικά πλοία.
Το σκοτεινό σημείο της ιστορίας που φέρνουμε σήμερα στην επιφάνεια, ήταν ότι η μοίρα το θέλησε το μεταλλαγμένο σε γερμανικό ελληνικό αντιτορπιλικό να λάβει μέρος σε μια ναυμαχία που είχε σαν αποτέλεσμα να βυθίσει το υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού «Τρίτων» που επιχειρούσε να αποβιβάσει σαμποτέρ στο ακρωτήριο Καφηρέας.
Εκεί έγινε το κάτι άλλο, όταν ο πλοίαρχος του ελληνικού υποβρυχίου, που είχε χτυπηθεί από βόμβες βυθού, χωρίς πυξίδα, και με τρυπημένες τις δεξαμενές καυσίμων ανέβαινε στην επιφάνεια σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πολεμήσει και να μην παραδοθεί.
Το υποβρύχιο είχε 24 νεκρούς, όλοι τους σχεδόν σε μάχη επιφάνειας και 28 αιχμαλώτους και τραυματίες.
Ο καπετάνιος του ανέβηκε στην επιφάνεια και προσπάθησε από τον πυργίσκο να αρπάξει το πυροβόλο και να ρίξει στο ανθυποβρυχιακό που τον ακολουθούσε. Δεν τα κατάφερε όμως καθώς τα νερά έμπαιναν από παντού. Εκείνη την ώρα μέσα στην παγωμένη θάλασσα (σ.σ ήταν χειμώνας), το γερμανικό τον εμβόλισε και το μισό πλήρωμα του υποβρυχίου βρέθηκε στη θάλασσα.
Ο καπετάνιος έβγαλε το... περίστροφο και στα 30 μέτρα πριν τον εμβολισμό από τον πυργίσκο του υποβρυχίου το άδειασε στο ανθυποβρυχιακό που έρχονταν κατά πάνω του...
Αυτά λοιπόν ήταν της Ελλάδος τα παιδιά που έβγαζαν ακόμα και περίστροφο για να αντιμετωπίσουν πλοίο.
Τους ξεχάσαμε όλοι και ας μην πέρασαν πολλά χρόνια και για να μην νομίζετε ότι σας λέμε παραμύθια ιδού και τα επίσημα:
«...Στις 22:00, ( 10 Νοεμβρίου 1942) πεντέμισι ώρες μετά την πρώτη επίθεση, ο κυβερνήτης του ΤΡΙΤΩΝ, Ε. Κοντογιάννης, διέταξε ανάδυση και «εξόρμηση δια πυροβόλου» κατά του ανθυποβρυχιακού. Φτάνοντας στην επιφάνεια άνοιξε την καταπακτή του πυργίσκου και βγήκε ο ίδιος πρώτος με το περίστροφο στο χέρι. Με το άνοιγμα της καταπακτής όμως άρχισε να μπαίνει νερό από την ανοικτή κάθοδο και προς στιγμή οι άντρες που ακολουθούσαν έκλεισαν την καταπακτή. Ο κυβερνήτης μόνος έξω από το σκάφος άδειασε το περίστροφο του πυροβολώντας κατά του UJ-2102 και προσπάθησε να φθάσει στο πυροβόλο των 10 εκ. για να ρίξει με αυτό. Το ανθυποβρυχιακό σάρωσε τη στιγμή αυτή το ΤΡΙΤΩΝ με τα πυροβόλα και τα πολυβόλα του, εμβολίζοντας το ταυτόχρονα από τη δεξιά του πλευρά. Ο κυβερνήτης Ε. Κοντογιάννης έχασε τις αισθήσεις του από τον κλονισμό και έπεσε στη θάλασσα ενώ η ομοχειρία επιφανείας, η οποία είχε εν τω μεταξύ εξέλθει στο κατάστρωμα, άνοιξε πυρ με τα πολυβόλα της ενάντια στο UJ-2102. Η απόσταση ανάμεσα στα δυο σκάφη ήταν γύρω στα 40 με 80 μέτρα και οι επιβαίνοντας σε αυτά έβαλαν εκτός των πυροβόλων και των πολυβόλων, με φορητά όπλα και χειροβομβίδες. Ο πυργίσκος του υποβρυχίου ήταν διάτρητος και φλεγόταν. Στις 22:14 το UJ-2102 βάλλοντας με όλα του τα όπλα κατευθύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα εμβολίζοντας για μια ακόμα φορά το ΤΡΙΤΩΝ. Μετά τον εμβολισμό αυτόν άρχισε η εγκατάλειψη του υποβρυχίου. Από τους επιζώντες του πληρώματος 28 παραδόθηκαν ή συλλέχθηκαν αναίσθητοι, συμπεριλαμβανομένου και του υποπλοίαρχου Κοντογιάννη, ενώ οι Νικόλαος Μαρουλάς (αρχικελευστής ηλεκτρολόγος) και Δ. Παπαδημητρίου (δίοπος ηλεκτρολόγος) διέφυγαν κολυμπώντας προς την Εύβοια όπου βρήκαν καταφύγιο στο χωριό Θυμιανή διαφεύγοντας στη συνέχεια προς τη Μέση Ανατολή. Όλα τα μέλη της ομοχειρίας του υποβρυχίου σκοτώθηκαν, μαζί τους και ο ύπαρχος του ΤΡΙΤΩΝ, υποπλοίαρχος Αντώνης Δανιόλος. Ο ανθυποπλοίαρχος Χρήστος Σολιώτης, ο οποίος είχε παραμείνει τελευταίος στο υποβρύχιο, αφού άνοιξε τα εξαεριστικά για να το βυθίσει γρηγορότερα και να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, πήδηξε στη θάλασσα όπου συνάντησε τον υποκελευστή Δ. Κακανδρή και τον βοήθησε να παραμείνει στην επιφάνεια μέχρι να συλλεχθούν από λέμβο του UJ-2102. Ο Κακανδρής είχε χάσει κατά τη διάρκεια της μάχης το ένα του πόδι και παρέμενε με δυσκολία στην επιφάνεια. Στις 22:35 το ΤΡΙΤΩΝ, έχοντας πάρει κλίση από τη συνεχή εισροή νερού, βυθίστηκε στο ενδεικτικό στίγμα 38° 07´ Β και 24° 39´ Α παίρνοντας μαζί του τους σωρούς των 24 νεκρών του. Ήταν το τρίτο ελληνικό υποβρύχιο που βυθιζόταν εν ώρα μάχης μετά τον ΠΡΩΤΕΑ και τον ΓΛΑΥΚΟ».