λεξιπενία είναι η ελλιπής γνώση του λεξιλογίου μίας γλώσσας και αδολεσχία η φλυαρία, η πολυλογία. Η γλώσσα μας, όπως διατείνονται οι ειδικοί, διαθέτει το πλουσιότερο λεξιλόγιο από όλες τις γλώσσες του κόσμου, αλλά ο λεξιλογικός θησαυρός του μέσου Έλληνα είναι φτωχός. Η λεξιπενία και η αδολεσχία αποτελούν πλέον εθνικά χαρακτηριστικά. «Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» του αρχαίου σοφού Χίλωνα και η λαϊκή ρήση «τα πολλά λόγια είναι φτώχια» φαίνεται πως μας αφήνουν αδιάφορους.
Στις καθημερινές μας συζητήσεις δεν επικρατεί συνήθως τάξη και ηρεμία. Οι κανόνες του ευπρεπούς διαλόγου δεν τηρούντα πάντα. Οι Έλληνες έχουμε συνηθίσει να μιλούμε μεγαλόφωνα και μερικές φορές ταυτόχρονα δύο ή και περισσότερα άτομα. Ως ομιλητές πλατειάζουμε και μακρηγορούμε και ως ακροατές είμαστε ανυπόμονοι. Διακόπτουμε τον συνομιλητή μας και συνακόλουθα και τον ειρμό της σκέψης του. Για να στηρίξουμε την άποψή μας χρησιμοποιούμε πολλά και περιττά παραδείγματα. Η δυσκολία μας να εκφραζόμαστε με λίγα, λιτά και απλά λόγια μάς αναγκάζει να καταφεύγουμε στην πολυλογία. Η άρθρωση σύντομου και περιεκτικού λόγου δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί προϋποθέτει αφαιρετική σκέψη, ικανότητα που τη διαθέτουν λίγοι. Μερικές φορές μάλιστα, ακκιζόμενοι από τη ρητορική μας αυταρέσκεια, εκφωνούμε μακροσκελή λογύδρια, δοκιμάζοντας την υπομονή των συνομιλητών μας. Οι απόψεις μας είναι συνήθως επηρεασμένες από προκαταλήψεις και εμμονές που έχουν ιδεολογικό, πολιτικό και κομματικό υπόβαθρο ή προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες. Ο εγωισμός και ο φανατισμός -κακοί σύμβουλοι στην ανθρώπινη επικοινωνία- δεν μας αφήνουν να δεχτούμε και μια άλλη άποψη, ακόμα και όταν αυτή είναι πειστικά τεκμηριωμένη. «Ενδέχεται και άλλως έχειν», έλεγε ο Αριστοτέλης. Προσπαθούμε να επιβάλλουμε την άποψή μας και δυσχεραίνουμε τον διάλογο και την επικοινωνία. Άλλοτε πάλι οι κρίσεις μας είναι προσωποποιημένες, οπότε θίγουμε αναπόφευκτα τον συνομιλητή μας. Γενικά, έχουμε την τάση να μιλούμε ως αυθεντίες και επί παντός επιστητού, ακόμα και για θέματα που δεν ανήκουν στη σφαίρα του γνωστικού μας πεδίου. Κοντολογίς, παριστάνουμε τους ξερόλες.
Στον αντίποδα των πολυλογάδων βρίσκονται οι ολιγόλογοι. Τα άτομα αυτά έχουν συνηθίσει να ακούν περισσότερο και να μιλούν λιγότερο. Είναι, κατά τον Χίλωνα, σοφότερα των πρώτων. Ασπάζονται μάλλον το «κρείττον του λαλείν το σιγάν» των αρχαίων προγόνων μας, που φαίνεται να το υιοθετεί και ο Άγγλος δραματουργός Ουίλιαμ Σαίξπηρ, όπως υποδηλώνει η ακόλουθη δήλωσή του: «Πολλές φορές μετάνιωσα που μίλησα αλλά ποτέ που δεν μίλησα». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι δύσκολο να είναι κανείς καλός ομιλητής, αλλά δυσκολότερο ακόμα είναι να είναι καλός ακροατής. Σε κάθε περίπτωση, και τα δύο προσόντα προϋποθέτουν σωστή αγωγή, που πρέπει να αρχίζει από την οικογένεια, να συνεχίζεται στο σχολείο και να ολοκληρώνεται στην κοινωνία. Όσο οι παράγοντες που ασκούν κοινωνική αγωγή με τον δημόσιο λόγο τους δεν προσφέρουν τα κατάλληλα πρότυπα, οι αδόλεσχοι και οι ξερόλες θα εξακολουθούν να υπάρχουν.
Από τον Απ. Γερόπουλο