ταχύτατατα ελληνο-αλβανικά σύνορα και εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια. Ο Μπενίτο Μουσολίνι επιθυμούσε διακαώς, να επιτεθεί στην Ελλάδα, μιας και την περιφρονούσε. Επίσης, ήθελε να αποδείξει και στον Χίτλερ, ότι και αυτός μπορούσε εξίσου «αστραπιαία», να καταλάβει και να κατακτήσει εύκολα, αντιπάλους του Άξονα.
Η στάση του Ιωάννη Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο, που του επέδωσε ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμμανουέλε Γκράτσι, εκδηλώθηκε με τη γαλλική φράση, «Alors, c’est la guerre», που σε μετάφραση είναι, «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος»! Η απάντηση του δικτάτορα δόθηκε στα γαλλικά, που ήταν η επίσημη διπλωματική γλώσσα της εποχής. Η επιλογή στρατοπέδου και συμμάχου σε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο δεν γίνεται ιδεολογικά, αλλά ταξικά, με συμφέρον.
Το ολοκληρωτικό καθεστώς της χώρας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο και εξαρτημένο από την Αγγλία. Επομένως, η χώρα ήταν συγκεκριμένα προσδεμένη, με ανάλογα συμφέροντα. Οι Άγγλοι διάκειντο ευνοϊκά προς το φασιστικό καθεστώς. Ο Μεταξάς τον Μάη του 1940, λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, δήλωνε στην «Ντέιλι Τέλεγκραφ»: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης». Δεν αποτελεί παράδοξο το γεγονός, πως πολλοί Έλληνες γνωρίζουν τα γεγονότα μέσα από ιστορικούς μύθους και συνειρμούς, συνδέοντας την ιστορική μνήμη τους, με αποκλειστικά πρόσωπα και φράσεις, π.χ. το «ΟΧΙ» του δικτάτορα. Το περιβόητο «ΟΧΙ», δεν ειπώθηκε ποτέ αυτολεξεί, όπως το γνωρίζουμε, αλλά λειτούργησε πρακτικά ως πολεμική ιαχή των λαϊκών αγωνιστών, που τους διακατείχε το αδούλωτο πνεύμα. Η Ελλάδα το απέδειξε έμπρακτα στα πεδία των μαχών. Ένα οργισμένο «ΟΧΙ» από το σύνολο των αγωνιζόμενων Ελλήνων, που οι Ιταλοί φασίστες είχαν περιφρονήσει.
Ο αγώνας για την ελευθερία, δεν υπολογίζει συνθήκες και αριθμούς εχθρικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η θέληση για ζωή υπερνικά όλες τις λογικές αντιξοότητες, καθώς η αντίσταση του λαού αποτελεί χρέος, απέναντι στον οποιοδήποτε εισβολέα.
Το «ΟΧΙ», η εθνική κραυγή του λαού. Μία διαχρονική λέξη σταθμός, που χρησιμοποιείται ανέκαθεν από αποφασισμένους αγωνιστές, που αρνούνται να συμβιβαστούν απέναντι σε εξευτελιστικές καταστάσεις, που απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη βαθύτερη φύση του, δηλαδή την ελευθερία. Η κραυγή του «ΟΧΙ», ηχεί και ασκεί μία πατριωτική δυναμική στους διαχρονικούς πολεμιστές του τόπου.
Τα άτομα πέρα από τις πολιτικές τους ιδεολογίες και διαφορές, διαμορφώνουν ιστορική συνείδηση, μέσα από τον κοινωνικό, πολιτιστικό και εθνικό πλαίσιο της εποχής που δρούνε. Το μονολεκτικό «ΟΧΙ» λειτουργεί πολλαπλασιαστικά στην αφύπνιση του πνεύματος της ανυποταγής και της μη παράδοσης. Ο συμβιβασμός καθίσταται άκυρος και ασύνδετος σύμφωνα, με το νόημα και τη βαρύτητα του «ΟΧΙ». Το λεγόμενο «ΌΧΙ» λοιπόν του τυράννου, δεν έμοιαζε σε τίποτα πατριωτικό, μάλλον συμφεροντολογικό θα το αποκαλούσαμε. Πρόκειται για ένα τυραννικό σύστημα, που δολοφονούσε καπνεργάτες το ’36 και που διέπραξε το αδιανόητο, να αποτρέψει από το να πολεμήσουν τον εισβολέα, πραγματικοί πατριώτες, όπως λοιποί αντιφρονούντες πολιτικοί δημοκράτες και κομμουνιστές. Αντ’ αυτού, τους εξόρισε και τους είχε κρατούμενους. Υποστηρικτές και συναυτουργοί του Μεταξά, ακολουθούσαν βασανιστικές μεθόδους, ανάλογες των χιτλερικών στρατοπέδων.
Εν κατακλείδι, συμπεραίνουμε, πως οι αποφάσεις δεν επιβάλλονται ιδεολογικά, αλλά σύμφωνα με τα γενικότερα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην εσωτερική και διεθνή σκακιέρα. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, δεν ήμασταν και δεν είμαστε όλοι μαζί. Μαζί και ενωμένος, ήσαν, πράγματι, ο ελληνικός λαός, που αποτίναξε εν τέλει τον ξενικό ζυγό. Ενώ μαίνονταν ο πόλεμος κατά του φασισμού στο μέτωπο, μετά στα βουνά και στις πόλεις, υπήρχαν και εκείνοι που είχαν φύγει στα ασφαλέστατα χώματα του Καΐρου και του Λονδίνου και παρατηρούσαν τα τεκταινόμενα από απόσταση.
Ο ανυπότακτος στον εισβολέα τον Οκτώβρη του ’40 λαός μας, με προπάτορες τους ήρωες του ‘21, απειθαρχώντας στη συνθηκολόγηση των προδοτών, παλεύοντας για τη λύτρωσή του από κάθε εκμετάλλευση, βάδισε εμπρός στο μεγαλείο του και έμεινε στην ιστορία, με τη θυσία του.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Αθηνών, τόμος ΙΕ’. Ιωάννου Μεταξά, Ημερολόγιο, εκδ. Γκοβόστη, τόμος Δ’ Άλκης Ρήγος, «Το Νέον Κράτος Του Μεταξά», Ε Ιστορικά, τόμος 5.
(*) Ο κ. Ευάγγελος Ρεμπάπης είναι ιστορικός, φιλόλογος