Είχαν στα ράφια κονσέρβες, ζάχαρη, ζυμαρικά τυριά, ελιές, απορρυπαντικά, βελόνες και κουβαρίστρες, και γενικά όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς και για όλες τις υπόλοιπες ανάγκες του σπιτιού. Τα καφενεία ήταν ανοιχτά από νωρίς το πρωί και δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο μερικά ξύλινα ράφια με όλα τα παραπάνω προϊόντα, τα μπρίκια, τα ποτήρια και τα φλιτζάνια, τις ψάθινες ή με νάιλον καλώδια φτιαγμένες καρέκλες και ξύλινα τετράγωνα τραπέζια. Για θέρμανση είχαν τις ξυλόσομπες και ο φωτισμός τους, πριν την ηλεκτροδότηση, γίνονταν με λάμπες πετρελαίου και αργότερα το ‘’λουξ’’. Εκεί μαζεύονταν οι άνδρες και περνούσαν την ώρα τους πίνοντας, γελώντας και σχολιάζοντας. Όλες οι κουβέντες εκεί γινόντουσαν. Για τον πόλεμο (οι πιο μεγάλοι το γνωρίζουν καλύτερα), για το προξενιό, για τα παιδιά και τα γράμματα που αυτά μάθαιναν, για το κουτσομπολιό τους, για τη σοδειά τους, για τα ζώα τους, για τις αγορές τους, για τα γλέντια τους και για τα περισσότερα από τα θέματα που απασχολούσαν τότε τα χωριά και τους κατοίκους τους. Τα πάντα ήταν το καφενείο. Ο πρωταγωνιστής της καθημερινής ζωής του κάθε τόπου. Για μένα ήταν όπως και για την εποχή εκείνη, το κέντρο της πόλης και του κάθε χωριού. Ακόμα και τώρα είναι, με τη μόνη διαφορά ότι τότε σύχναζαν εκατό άνθρωποι, ενώ σήμερα πέντε-έξι με το ζόρι. Ένας χώρος βέβαια που σύχναζαν συνήθως οι άντρες, γιατί οι γυναίκες πέρα του ότι δεν προλάβαιναν από τις δουλειές που είχαν, δε θεωρούνταν ηθικό και σωστό να παρευρίσκονται και κάθε μέρα μέσα, με αποτέλεσμα ακόμη και για να συμμαζέψουν τους άντρες τους, να στέλνουνε τα παιδιά. Η μόνη γυναίκα που έμπαινε στο καφενείο ήταν η ιδιοκτήτρια ή η γυναίκα του ιδιοκτήτη ή όποια πήγαινε για ψώνια και αυτή για λίγο. Βέβαια όταν γινόταν κάποιο γλέντι, συμμετείχαν όλες σχεδόν οι γυναίκες του χωριού, γιατί καλούνταν και γιατί ομόρφαινε με την παρουσία τους και το ίδιο το καφενείο. Δύσκολες εποχές, αλλά καλές, γιατί υπήρχε μεγάλη κοινωνική ζωή, μεγάλη ομόνοια ανάμεσα σε αυτούς που σύχναζαν εκεί, αλλά και μεταξύ των κατοίκων των χωριών (υπήρχαν βέβαια και οι προστριβές, όπως συνήθως γίνεται), αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι και η ζωή κυλούσε ήρεμα και χωρίς άγχος και ο κόσμος δεν έφευγε από τα χωριά του, για να εγκατασταθεί στην πόλη και να ερημώσουν τα χωριά!
Από τον Γιάννη Γούδα