Κατευθύνθηκε προς τον κάβο, όπως συνήθιζε κάθε πρωί. Εκεί στα βράχια καθόταν με τις ώρες και το μυαλό του ταξίδευε στα λιμάνια του κόσμου. Ήταν ξέμπαρκος εδώ και λίγα χρόνια.
Στο νησί ήταν το σώμα του, αλλά το μυαλό του στη θάλασσα.
Παρακολουθούσε τα καράβια ώσπου έφθανε η ματιά του. Άλλα έκοβαν ρότα προς το λιμάνι του νησιού και άλλα για κάπου αλλού τραβούσαν.
Το μυαλό του γυρνούσε πίσω στα περασμένα και αξέχαστα. Θυμόταν τα δακρυσμένα μάτια της καπετάνισσας όταν τον ξεπροβοδούσε στο λιμάνι, τα παιδιά του που τον αγκάλιαζαν σφιχτά και του έλεγαν «μη φύγεις πατέρα». Δύο γιους είχε.
Μάτωνε η ψυχή του, σ’ αυτόν τον αποχωρισμό, αλλά μόλις σαλπάριζε το καράβι και ξανοιγόταν στη θάλασσα, εκεί ζούσε πραγματικά. Τα καταγάλανα νερά που διέσχιζε το μπάρκο τον έφερναν μια γαλήνη στην ψυχή. Αγαπούσε την οικογένειά του βέβαια πολύ, αλλά η θάλασσα ήταν η ζωή του. Δεν την άλλαζε με τίποτα, ακόμα κι αν του χάριζαν... χίλια στρέμματα.
Εκείνη την ημέρα εκεί στον κάβο κάθισε πολλή ώρα. Δεν βιαζόταν να κατηφορίσει στο καφενείο του Νικόλα στην παραλία να πιει τον καφέ του και να συναντήσει τους άλλους καπεταναίους του νησιού, τους ξέμπαρκους, που τα έλεγαν κάθε μέρα, τα ίδια και τα ίδια.
Εκείνη την ημέρα ανέσυρε απ’ τα βάθη της καρδιάς του μια... εικόνα. Μια εικόνα που την είχε θαμμένη χρόνια, αλλά όχι ξεχασμένη. Ήταν η Ζαΐρα, μια μελαμψή καλλονή που είχε γνωρίσει στα νιάτα του και πέρασε ωραίες στιγμές μαζί της.
Ήταν ένα βράδυ αρχές φθινοπώρου θυμάται που άραξαν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και μπήκαν σ’ ένα μπαρ να ξεκουραστούν και να ξεδώσουν απ’ το κουραστικό τους ταξίδι. Εκεί τη γνώρισε. Τους σερβίρισε τα ποτά και έκατσε δίπλα του. Ο καπετάν-Ανδρέας άδειαζε το ένα ποτήρι μετά το άλλο όλο το βράδυ και μισοζαλισμένος όπως ήταν, δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε στο... κρεβάτι της.
Όταν ξύπνησε την άλλη μέρα, τον έζωσαν οι τύψεις. Μπροστά του έβλεπε τη λυγερόκορμη καπετάνισσα τη Βαγγελιώ με τα πράσινα μάτια, να τον κοιτάζουν σαν να του έλεγαν «γιατί;». Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε από εκείνο το δωμάτιο που τον οδήγησε η μέθη κι ο πειρασμός. Περπάτησε στην παραλία ώρες. Ένιωθε δυστυχισμένος. Ποτέ του δεν είχε προδώσει την καπετάνισσα κι ας έλειπε μήνες από το νησί.
«Αλλά τώρα έγινε και δεν ξεγίνεται...» ψιθύρισε. «Πρέπει να το ξεχάσεις». Δεν κράτησε όμως τον λόγο του, που είχε δώσει στον εαυτό του. Και το άλλο βράδυ βρέθηκε πάλι στο ίδιο μπαρ. Έτσι δημιουργήθηκε μια σχέση που είχε δύο όψεις. Η μία ήταν οι όμορφες στιγμές που περνούσε μαζί της. Και η άλλη ήταν εκείνες οι ατελείωτες τύψεις που κατέτρωγαν την ψυχή του.
Για κανέναν λόγο δεν ήθελε να διαλύσει την όμορφη οικογένειά του, αλλά και η Ζαΐρα; Εκείνα τα μαύρα μάτια σαν κάρβουνα τού έπαιρναν το νου. Εξομολογήθηκε σε έναν στενό φίλο του καπετάνιο, αρκετά μικρότερό του τον καπετάν-Μανώλη το μεγάλο πρόβλημα που ζούσε.
Ο καπετάν-Μανώλης δεν πήρε θέση. «Σ’ αυτές τις περιπτώσεις φίλε μου, τη λύση τη δίνει ο ίδιος που έχει το πρόβλημα». Έτσι του είπε και δεν είχε άδικο.
Σηκώθηκε απ’ τον βράχο και κατηφόρισε προς το καφενείο του Νικόλα. Εκεί συνάντησε όλη την παρέα. «Άργησες» του είπαν. «Ξεχάστηκα στον κάβο» τους απάντησε κάπως μελαγχολικά. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα και οι άλλοι το κατάλαβαν και σιώπησαν.
Εκείνη τη στιγμή στο λιμάνι αγκυροβολούσε ένα καράβι. «Γνωστό το σκαρί» είπαν. Ω μα ναι, ήταν το καράβι του καπετάν-Μανώλη, φίλου του καπετάν-Ανδρέα που καταγόταν απ’ το διπλανό νησί. Αυτός πιο νέος, όργωνε ακόμη τις θάλασσες.
Σε λίγο στο καφενείο έμπαινε ο καπετάν-Μανώλης με το πλήρωμα. Σαν τους είδε όλους μαζεμένους τους χαιρέτησε εγκάρδια και αγκάλιασε τον καπετάν-Ανδρέα.
Κάθισαν σ’ ένα άλλο τραπεζάκι παράμερα. Ο καπετάν-Μανώλης τον κοιτούσε κάπως. «Καπετάνιο... έχω κάτι για σένα...». Του είπε δειλά. Ο καπετάν-Ανδρέας τον κοίταξε περίεργα. Ο φίλος του έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα γράμμα και το ακούμπησε στο τραπεζάκι. Ο καπετάνιος το άνοιξε βιαστικά.
Ήταν ένα γράμμα στα ελληνικά... ανορθόγραφο.
Έγραφε: «Καπετάνιο μου, εσύ μπορεί να μη με θυμάσαι, αλλά εγώ δεν σε ξέχασα ποτέ και μαθαίνω τα νέα σου.
Όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές εγώ μπορεί να μην... υπάρχω στη ζωή. Έχω χτυπηθεί απ’ την επάρατο νόσο...
Σε φιλώ Ζαΐρα».
Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα