Από τον Ηλία Κωτούλα
«Στα χωράφια μεσημέρι με την αντηλιά πάνω - κάτω οι θεριστάδες ιδρώνουν στη δουλειά».
Το δίστιχο αυτό μου ‘ρχεται στο νου κάθε χρόνο αυτή την εποχή που οι αγρότες μας μαζεύουν τις σοδειές τους. Τους καρπούς των κόπων τους, ολόκληρης χρονιάς.
Θυμούμαι στα χρόνια μας τα παιδικά ο θερισμός ήταν κάτι το ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Κάτι που είχε μια ιερότητα, που έχουν όλα τα αγαθά που «κτώνται με τιμή και ιδρώτα, που κτώνται “κόποις”».
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να πρωτογράψει για του θερισμού την ώρα...
Γιομίζει η ψυχή μου από νοσταλγία και συγκίνηση όταν η σκέψη μου αναγυρνά στα χρόνια εκείνα, που παιδιά γεμίζαμε από χαρά, όταν βλέπαμε τους γεωργούς μας να κουβαλούν με τα μουλάρια τα δεμάτια με σιτάρι - κριθάρι και άλλα δημητριακά, πρωί - πρωί, πριν χαράξει που ήταν μαλακά και δεν τρίβονταν τα στάχια, αλλά και για έναν άλλο λόγο μην τους φάνε τα «νταβάνια» που ήταν γεμάτοι οι χωραφόδρομοι.
Μου είναι αδύνατο να περιγράψω τη χαρά που νιώθαμε όλα τα παιδιά όταν κουβαλούσαν τα δεμάτια και τα στοιβάζαν δίπλα στ’ αλλώνια, γιατί ζύγωνε ο αλωνισμός που περιμέναμε ανυπόμονα γιατί για μας ήταν σωστό πανηγύρι.
Το άφηναν μερικές μέρες να στεγνώσουν καλά κι ύστερα το άπλωναν στα αλώνια τα πλακόστρωτα που στη μέση είχαν ένα χοντρό στύλο το «στέζερο» που γύρω του έτρεχαν πότε δύο ή και τρία ακόμα μουλάρια για να σπάσουν τις καλαμιές και να γίνουν άχυρο. Κατά διαστήματα τα γύριζαν με τα δίκρανα να σπάσουν καλά.
Εμείς τα παιδιά τρέχαμε πίσω από τα μουλάρια και τα χτυπούσαμε ελαφριά να τρέξουν πιο γρήγορα και να βγει νωρίτερα το αλώνι. Όταν τρίβονταν καλά οι καλαμιές τραβούσαν το άχυρο έξω και το μάζευαν σε σωρό να το λιχνίσουν, όταν φυσούσε το βοριαδάκι.
Όταν τελείωναν το τσουβάλιαζαν κι έκαναν το σταυρό τους δοξάζοντας το Θεό για τη σοδειά, όση κι αν ήταν.
Κατά το μεσημέρι έφταναν οι νοικοκυρές με την πίτα, ενώ οι γεροντότεροι ετοίμαζαν το «σκορδάρι» με ξύδι αγνό από κρασί, κρύο νερό, σκόρδο στουμπισμένο και δυόσμο που ήταν πολύ δροσιστικό.
Την ώρα αυτή ξέζευαν τα μουλάρια κι εμείς τα παιδιά που περιμέναμε με αγωνία, τα ανεβαίναμε καβάλα για να τα ποτίσουμε σε μια βρύση «Τον Ψαρά» που ήταν κοντά, αυτή ήταν και η μεγάλη μας χαρά. Με πολύ νοσταλγία και συγκίνηση θυμούμαι αυτές τις στιγμές που είναι από τις ωραιότερες των παιδικών μου χρόνων. Τα σημερινά παιδιά δεν μπορούν να τις νιώσουν, γιατί τρώνε έτοιμο το ψωμί, ενώ εμείς ζούσαμε την ιστορία του από το σπαρμό μέχρι το φούρνο.
Η άλλη μας χαρά ήταν όταν κουβαλούσαν το άχυρο με τα δίχτυα στους αχυρώνες και μας φώναζαν να το πατήσουμε. Ωρες χοροπηδούσαμε πάνω στ’ άχυρο, μέχρι να καθίσει και να έρθουν οι μανάδες μας να μας συμμαζέψουν και να μας καθαρίσουν απ’ τα άχυρα και τη σκόνη.
Με πολλή συγκίνηση και νοσταλγία αναπολώ τις στιγμές αυτές που γεμίζουν πραγματικά την ψυχή μου. Είναι από τις πιο όμορφες παιδικές στιγμές της ζωής μου, που τα σημερινά παιδιά δεν μπορούν να νιώσουν κι έχουν δίκιο, γιατί οι απασχολήσεις τους είναι άλλες πολύ διαφορετικές και απαιτούν επιστημοσύνη και γνώσεις. Είναι μακριά από τη φύση και τις ομορφιές της που για μας τους παλιότερους είναι από τα ωραιότερα κομμάτια της ζωής μας και με πολύ πόθο και νοσταλγία θα θέλαμε να τις ξαναζήσουμε. Να γίνουμε άλλη μια φορά παιδιά.