συμφωνίες του 1949, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (1939 -45), και ανανέωσαν τους όρους των πρώτων τριών συνθηκών (1864, 1906, 1929), προσθέτοντας μία τέταρτη συνθήκη. Τα άρθρα της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης (1949) ορίζουν εκτενώς τα βασικά δικαιώματα των αιχμαλώτων (πολιτών και στρατιωτών) κατά τη διάρκεια του πολέμου, θεμελιώδεις προστασίες για τους τραυματίες και θεμελιώδεις προστασίες για τους πολίτες μέσα ή γύρω από πολεμική ζώνη. Οι Συμβάσεις του 1949 επικυρώθηκαν εν όλω ή με επιφυλάξεις από 194 χώρες. Το 1862, ο Ερρίκος Ντυνάν δημοσίευσε το βιβλίο του, Αναμνήσεις εκ Σολφερίνο, περιγράφοντας τις φρικαλεότητες του πολέμου. Οι εμπειρίες του Ντυνάν στον πόλεμο, τον προέτρεψαν να προτείνει: α) Μία μόνιμη ανθρωπιστική υπηρεσία, η οποία θα προσέφερε βοήθεια εν καιρώ πολέμου, και β) Μία διακυβερνητική συνθήκη, η οποία θα αναγνωρίζει την ουδετερότητα της παραπάνω υπηρεσίας και θα της επιτρέπει να παράσχει βοήθεια σε εμπόλεμες περιοχές. Η πρώτη πρόταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση του Ερυθρού Σταυρού. Η δεύτερη πρόταση οδήγησε στην Πρώτη Σύμβαση της Γενεύης. Γι' αυτή του την πολύτιμη συνεισφορά, ο Ερρίκος Ντυνάν ήταν ο πρώτος που του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1901. Τα δέκα άρθρα της Πρώτης Σύμβασης υιοθετήθηκαν στις 22 Αυγούστου του 1864 από δώδεκα κράτη. Η δεύτερη συνθήκη υιοθετήθηκε από τη Σύμβαση της Γενεύης για τη βελτίωση της τύχης των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών των ενόπλων δυνάμεων στις 6 Ιουλίου του 1906 και απευθύνεται ειδικά σε μέλη τους που βρίσκονται στη θάλασσα. Συνεχίστηκε από τη Σύμβαση της Γενεύης για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου στις 27 Ιουλίου του 1929 και τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουνίου του 1931. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την οργή για τα εγκλήματα πολέμου που αποκαλύφθηκαν από τις Δίκες της Νυρεμβέργης, μια σειρά από συνέδρια έγιναν το 1949, επιβεβαιώνοντας, επεκτείνοντας και ανανεώνοντας τις προηγούμενες τρεις Συμβάσεις προσθέτοντας μία νέα Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με την προστασία των πολιτών σε καιρό πολέμου. Παρά την έκταση των συνθηκών αυτών, διαπιστώθηκε διαχρονικά ότι ήταν ελλιπή. Στην ουσία, η φύση των ένοπλων συγκρούσεων είχε μεταβληθεί από την αρχή της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, οδηγώντας πολλούς στο συμπέρασμα ότι οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 απευθύνονταν σε μία υπό εξαφάνιση πραγματικότητα: από τη μία, οι περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις ήταν πλέον εσωτερικές, ή εμφύλιοι πόλεμοι, ενώ από την άλλη οι περισσότεροι πόλεμοι είχαν μετουσιωθεί σε ασύμμετροι. Αποφασίστηκε -περαιτέρω- η ανάγκη για αναθεώρηση των Συμβάσεων της Χάγης του 1899 και του 1907. Εν μέσω αυτών των εξελίξεων υιοθετήθηκαν δύο Πρωτόκολλα το 1977, τα οποία επέκτειναν τους όρους των Συμβάσεων του 1949 με επιπλέον προστατευτικά μέτρα. Το 2005, ένα τρίτο σύντομο Πρωτόκολλο προστέθηκε για τη θέσπιση ενός συμπληρωματικού συμβόλου προστασίας για ιατρικές υπηρεσίες ως εναλλακτική λύση των συμβόλων του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου, κυρίως για εκείνες τις χώρες που τα βρίσκουν αμφισβητήσιμα. Οι Συμβάσεις της Γενεύης εμπεριέχουν κανόνες που ισχύουν κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων και αποσκοπούν στην προστασία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν παίρνουν ή δεν παίρνουν πλέον μέρος στις εχθροπραξίες. Για παράδειγμα: α) Τραυματίες ή άρρωστοι μαχητές β) Αιχμάλωτοι πολέμου γ) Άμαχοι δ) Ιατρικό και θρησκευτικό προσωπικό. Οι Συμβάσεις της Γενεύης σήμερα, αν και οι πολεμικές συγκρούσεις έχουν αλλάξει δραματικά από τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, εξακολουθούν να θεωρούνται ο ακρογωνιαίος λίθος του σύγχρονου Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Προστατεύουν μαχητές, οι οποίοι βρίσκονται εκτός μάχης και προστατεύουν αμάχους που ζουν παγιδευμένοι στη ζώνη του πολέμου. Αυτές οι Συμβάσεις ήρθαν στο προσκήνιο για όλες τις πρόσφατες διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στο Αφγανιστάν (2001 – σήμερα), η εισβολή στο Ιράκ το 2003, η εισβολή της Τσετσενίας (1994 – σήμερα) και ο Πόλεμος στη Γεωργία το 2008. Οι σύγχρονες πολεμικές συγκρούσεις εξακολουθούν να εξελίσσονται και οι γραμμές μεταξύ αμάχων και μαχητών είναι αρκετά θολές (για παράδειγμα ο εμφύλιος πόλεμος στη Σρι Λάνκα, ο εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν και ένοπλες συγκρούσεις στην Κολομβία). Το Κοινό Άρθρο 3 αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις, συνεπικουρούμενο από το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο ΙΙ (1977). Αυτά ορίζουν τις ελάχιστες νομικές προδιαγραφές που πρέπει να ακολουθούνται για εσωτερικές συγκρούσεις. Διεθνή δικαστήρια, όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, έχουν συμβάλει στην αποσαφήνιση του διεθνούς δικαίου στον τομέα αυτό. Το 1999 στην υπόθεση ενάντια στον Dusko Tadic, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία έκρινε ότι οι σοβαρές παραβιάσεις δεν ισχύουν μόνο σε διεθνείς συγκρούσεις, αλλά και σε εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις. Περαιτέρω, οι διατάξεις αυτές θεωρούνται εθιμικό διεθνές δίκαιο, επιτρέποντας σε διώξεις εγκλημάτων πολέμου από τον (Ο.Η.Ε.) και του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης για τις ομάδες που έχουν υπογράψει, αλλά ακόμη και για εκείνες που δεν έχουν υπογράψει τις Συμβάσεις της Γενεύης. Οι τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον Ν. 3481 «Περί κυρώσεως των Συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949», στις 30.12.1955/5.1.1956, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 3/1956. Το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο Ι κυρώθηκε με τον Ν. 1786/1988, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 125/1988 και το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο ΙΙ κυρώθηκε με τον Ν. 2105/1992, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 196/1992.
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο, λογοτέχνη