το γκρίζο του ήταν σαν αυτό των κρατικών κτιρίων. Χώρια που μύριζε ιδρωτίλα και απλυσιά. Το ίδιο και η ανάμνησή του. Δύσπεπτη, σχεδόν οδυνηρή κι αυτή! Μόνο τα χειρότερα βάσανα μιας ανέμπνευστης ζωής που ακολούθησε μαλάκωσαν τη σκληρή εικόνα. Τουλάχιστον τότε λες ήμουν μικρός και δεν καταλάβαινα πολλά-πολλά. Είναι κι αυτό μια ανακούφιση.
Αν, από την άλλη, με το κλείσιμο των σχολείων ακολουθούσαν παιδικές κατασκηνώσεις, αθλητικά καμπ, διακοπές αρχικά με τους γονείς και μετέπειτα με φίλους το καλοκαίρι σου ήταν προσδοκώμενο, αναμενόμενα χαλαρό, στ’ αλήθεια ανέμελο. Κατόπιν, η ανάμνησή του μετατράπηκε σε ταξιδιωτικό του Ευθύμη, του Happy Traveler. Ο εγκέφαλός σου έχωσε τσόντα στις μνημονικές εικόνες σου, πλάνα από drone, έντυσε τις ρομαντικές στιγμές σου με μουσική από το «Κορίτσια στον ήλιο» εξαφανίζοντας τον Βόγλη, ως άσχημο τώρα πια, σκότωσε όλες τις μύγες και τα κουνούπια, διέγραψε συνολικά τις γκάφες, τις χυλόπιτες, τους εμετούς απ’ τα μεθύσια και σου έδωσε εκ των υστέρων μια εξωραϊσμένη εικόνα του παρελθόντος. Παρόλα αυτά η επίγευση παραμένει γλυκιά κι ο αναστεναγμός ηχηρός:«Αχ, τι ωραία χρόνια!».
Ο έρωτας του καθενός διαφέρει, επίσης, όσο οι αναμνήσεις του. «Τι πανέμορφα που περάσαμε πρόπερσι στη Σαντορίνη, αγάπη!», λέει η μία, δύσκολα θυμάται καν το ίδιο το ταξίδι ο άλλος. Θες γιατί κάτι άσχετο, ανομολόγητο στο ταίρι του, απασχολούσε το μυαλό του, θες γιατί τα ρομαντικά του λόγια κι οι ερωτικές πράξεις του είχαν τόση αλήθεια όσο κρέας έχει το χορτοφαγικό μπιφτέκι, η ανάμνησή του διαφέρει από τις άλλες, τις κοινές, τις ανάξιες λόγου, όσο τα αυγά στις αυγοθήκες. Ελάχιστα δηλαδή, γι’ αυτό και αποσβέστηκε. Σ’ αυτή την «αμοιβαία παρεξήγηση», όπως έξοχα χαρακτηρίστηκε ο έρωτας σ’ ένα κείμενο που διάβασα πρόσφατα, ο καταλύτης της παρεξήγησης είναι η προσωπική ανάμνηση. Διαμορφωμένη από προσδοκίες, εγνωσμένα και μη κίνητρα, εφορμούμενη από ένστικτα, ορμέφυτα και εγγενείς ή μη πλευρές της προσωπικότητάς μας η ανάμνηση αυτή γίνεται αυτό που ξεκίνησε να γίνει. Προσωπική. Αυστηρά προσωπική.
Και μετά μαλώνεις. Κι αν μαλώσεις αρκετές φορές μετά ξεσκίζεσαι, διαλύεσαι. Ξαφνικά νιώθεις την πίκρα να σε κλείνει σαν μια πυκνότατη ομίχλη ένα λεπτό πριν γίνει βροχή. Μια πίκρα που κόβεται με το μαχαίρι, που αν την τεμαχίσεις σε ορθογώνια κομμάτια χτίζεις σπίτια. Μια πίκρα που ορκίζεσαι ότι σε δηλητηριάζει όπως καταπίνεις, ενώ χαρακώνει τον οισοφάγο σου σαν ξεραμένος στον ήλιο αχινός. Βλέπεις σε όραμα τη λύτρωση να περνά σαν λεωφορείο και να σε παίρνει μακριά. Κοιτάς τον άλλο (με τον οποίο ξαπλώνεις 20 χρόνια κι έχεις δύο παιδιά) κατάχαντρα στα μάτια κι ορκίζεσαι πως πρέπει να πας το σενάριο από την αρχή: «Για πες μου, πώς σε λένε;». Τόσο άγνωστος σου φαίνεται. Κι αυτό επειδή οι αναμνήσεις σας πάνω στον κοινό σας έρωτα είναι τόσο προσωπικές, τόσο αυστηρά προσωπικές και τόσο, τι δυστυχία, διαφορετικές!
Η μοναξιά, τέλος, μας κρύβεται κι αυτή στις αναμνήσεις μας. Έτρωγες ξύλο από μικρός, δεν σ’ έπαιζε κανένας στην πλατεία, ο μόνος που σε πήγαινε ήταν ο παππούς κι αυτός από ματαιοδοξία μόνο και μόνο γιατί έφερες το όνομά του; Σιγά τα καλοκαίρια! Μεγάλωσες, από την άλλη σαν πριγκίπισσα που είχε περισσότερες μπάρμπι κι από τα Τζάμπο, που στον πρώτο μορφασμό δυσαρέσκειας το φαγητό πεταγόταν στα σκουπίδια, που στα μαλώματά σου με τα άλλα παιδιά οι γονείς σου φυσικά έδιναν πάντα σε σένα το δίκιο; Είναι φυσικό να νομίζεις ότι έπαιζες σε διαφήμιση στα νιάτα σου με φωτιές στην παραλία, κιθάρα από τον Ρόκκο και φίλους με κοιλιακούς.
Αδέρφια, εραστές, επιστήθιοι και παλιότατοι φίλοι υφαίνουμε χρόνια ολόκληρα στον πιο ψεύτη αργαλειό, τον εγκέφαλό μας, σε διαφορετικά είναι αλήθεια στημόνια, χαλιά και στρωσίδια τόσο ανόμοια που πολλές φορές δεν είναι καν αναγνωρίσιμα από τον άλλο που ήταν η συν-υφάντρα μας! Κι ας πατάμε μαζί πάνω τους, κι ας ξαπλώνουμε σ’ αυτά αγκαλιά, τα μοτίβα, αλίμονο, διαφέρουν. Το ίδιο θα συμβεί και φέτος. Άλλο καλοκαίρι θα θυμούνται οι επιβιώσαντες του κορονοϊού (ανάλογα κι αυτοί με το αν βάφτισαν την εμπειρία νίκη ή ήττα), άλλο οι αρνητές της πανδημίας κι όσοι πιστεύουν ότι Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και προπαντός Αμερικανοί, έχουν βάλει σαν στόχο να ξεπαστρέψουν το μικρό γαλατικό χωριό μας. Άλλο καλοκαίρι θα μνημονεύουν οι στρατιωτικοί που την επιφυλακή τους θα την κατατάσσουν στις ευκαιρίες και θα τη βλέπουν ως κομμάτι του καθήκοντός τους, άλλο όσοι ένστολοι θα βρίζουν μέσα από τα δόντια τους την κακή τους τύχη και γκαντεμιά. Για τους έρωτές μας προσδοκώ, χωρίς καμιά πιθανότητα επιτυχίας βέβαια, σε μεγαλύτερη ομοφωνία.