Ντόπια η δασκάλα, Αμπελακιώτης ο δάσκαλος. Φόβος και τρόμος ήταν ο κ. Επιθεωρητής εκείνα τα χρόνια, αρχές της δεκαετίας του 1950. Το χωριό όμως, η Κρανιά Ολύμπου, ήταν ορεινό. Αυτοκινητόδρομο δεν είχε. Γι’ αυτό και σπάνια το επισκεπτόταν επιθεωρητής. Προτιμούσε τα καμποχώρια, που είχαν συγκοινωνία. Πού ν’ ανεβαίνει τα κατσάβραχα της Κρανιάς. Έπρεπε να πάρει το τρένο, να κατεβεί στον σταθμό Ραψάνης κι από κει με μουλάρι να σκαρφαλώσει δέκα χιλιόμετρα στον Όλυμπο.
Κι έτσι οι δύο δάσκαλοι έκαναν μάθημα χωρίς κανένα άγχος. Ο καθένας έκανε το δικό του μάθημα με τη μέθοδο που ήθελε. Ένα μάθημα ελεύθερο, μια που τα παιδιά είχαν μόνο την πλάκα, το κοντύλι, το αναγνωστικό κι ένα τετράδιο, όπου έγραφαν τα πάντα: έκθεση, ασκήσεις γραμματικής και προβλήματα. Αυτά ήταν και τα μόνα που διάβαζαν τα παιδιά στο σπίτι. Ιστορία, θρησκευτικά, γεωγραφία κ.λπ. Ο,τι θυμούνταν απ’ αυτά που έλεγε ο δάσκαλος κι η δασκάλα στην τάξη. Ποια τάξη δηλ. Εξήντα τόσα παιδιά είχε ο δάσκαλος καθισμένα στη σειρά σε έξι μακρόστενους πάγκους στον πρόναο της εκκλησιάς, της Παναγίας. Άλλα τόσα η δασκάλα στον γυναικείο εξώστη. Κι όταν ο καιρός ήταν καλός, άνοιξη και φθινόπωρο, πιο πολύ γινόταν το μάθημα στο μεγάλο προαύλιο της εκκλησιάς, μπροστά ο δάσκαλος, πίσω η δασκάλα, παρά στην «τάξη», αφού το μόνο «εργαλείο που διέθετε η τάξη ήταν ο κινητός μαυροπίνακας, που τα παιδιά τον κουβαλούσαν κι αυτόν έξω, αν χρειαζόταν. Μόλις η κα Ευγενία, η «διευθύντρια», πήρε το τηλεγράφημα, κουβέντιασε με τον δάσκαλο, τον κυρ-Διονύση, κι αποφάσισαν να καθαρίσουν την αυλή. Τα παιδιά ξαμολήθηκαν κι έκαναν γυαλί όχι μόνο την αυλή, αλλά και τον καλντεριμωμένο δρόμο, που οδηγούσε από την πλατεία στην Παναγία. Να κάνουν καλή εντύπωση στον «υψηλό» επισκέπτη.
Το τρένο θα έφτανε στον σταθμό Ραψάνης στις 8.30 το πρωί. Δύο ώρες θα ‘κανε το μουλάρι, που είχε στείλει ο πρόεδρος, μέχρι ν’ ανέβει στο χωριό. Μεγάλη περιέργεια είχαν τα παιδιά, μόλις οι δάσκαλοι ανακοίνωσαν πως θα ‘ρχόταν ο κ. επιθεωρητής. Κι αναρωτιούνταν τι σόι άνθρωπος ήταν, καθώς έβλεπαν τη δασκάλα όλο νεύρα και τον δάσκαλο, που ήταν πάντα ήρεμος, να ‘ναι ανήσυχος και νευρικός. Ο δάσκαλος έστειλε δύο παιδιά της 6ης στον Άγιο Ταξιάρχη, στο έμπα του χωριού, να συνοδεύσουν τον κ. επιθεωρητή μέχρι το «σκολειό». Δάσκαλος και δασκάλα στο πρώτο διάλειμμα, κατά τις 10 η ώρα, καθισμένοι στο ντουβάρι της αυλής, παρακολουθούσαν το μουλάρι που ανέβαινε στο χωριό έχοντας καβάλα τον «υψηλό επισκέπτη». Ένας Κρανιώτης τραβούσε το καπίστρι, για να περπατάει το ζώο ήρεμα. Σε μισή ώρα το πολύ θα ‘ταν στο σκολειό. Κανένας από τους δύο δασκάλους δεν ήξερε τον κ. επιθεωρητή. Σαν ξεπέζεψε έξω από την πέτρινη εξώπορτα της αυλής, είδαν έναν κοντούλη πενηντάρη να περπατάει καμαρωτός με ύφος στρατηγού, που πήγαινε να επιθεωρήσει τον στρατό του, έχοντας από δω κι από κει σαν παραστάτες τα δύο παιδιά της 6ης. Ο δάσκαλος εικοσιπεντάχρονο παλικάρι ίσαμε δύο μέτρα, μόλις κρατήθηκε να μη γελάσει, βλέποντας τον «κοντορεβιθούλη» επιθεωρητή αγέρωχο να πλησιάζει. Η κα διευθύντρια όμως στάθηκε στο ύψος της. Με κάθε σεβασμό τού ευχήθηκε το «Καλωσόρισες στο χωριό μας». Ο δάσκαλος τον χαιρέτησε με χειραψία. –Καλώς σας ηύρον, απάντησε ο κ. επιθεωρητής. Ύστερα μπροστά η δασκάλα, πίσω ο επιθεωρητής, ανέβηκαν στον γυναίκειο εξώστη, μια που πρώτα θα παρακολουθούσε τη δασκάλα κι ύστερα τον δάσκαλο. Τα πιτσιρίκια ακούγοντας τα βήματα στη σκάλα σηκώθηκαν και στάθηκαν όρθια χωρίς να βγάζουν ανάσα. Την πρώτη ώρα η δασκάλα έκανε αριθμητική στη Γ’ τάξη. Ο κ. επιθεωρητής καθόταν στην καρέκλα αγέλαστος και κάτι σημείωνε σ’ ένα τετράδιο. Δεν φαινόταν και πολύ ευχαριστημένος από το μάθημα, αν και τα παιδιά απαντούσαν σ’ όλες τις ερωτήσεις της δασκάλας. Θαρρούσε πως η δασκάλα είχε διδάξει πολλές φορές τις ασκήσεις, για να ‘ναι έτοιμα, όταν αυτός θα ερχόταν. Έτσι σηκώθηκε κι έβαλε δικά του προβλήματα, που τα θεωρούσε «δύσκολα». Μα τα πιτσιρίκια, που τα ‘παιρναν τα γράμματα’ κι έπαιζαν στα δάχτυλα τις τέσσερις πράξεις, έβγαλαν ασπροπρόσωπη τη δασκάλα τους, που είχε ιδρώσει από την αγωνία. Όσο όμως τα πιτσιρίκια έλυναν τα προβλήματα, τόσο κατσούφιαζε ο κ. επιθεωρητής.
Σαν πέρασε η ώρα της αριθμητικής, ο κ. επιθεωρητής είπε πως θα έκανε ο ίδιος ελληνικά στην Τέταρτη τάξη, για να δείξει και στη δασκάλα πώς γίνεται ένα σωστό μάθημα ελληνικών. Ξεκίνησε με ανάγνωση. Ύστερα άρχισε να αφηγείται μια «ιστορία» με ένα παιδί, που είχε κάνει μια ζαβολιά κι ο δάσκαλός του το τιμώρησε. Σαν τέλειωσε η ιστορία, ρωτάει ο κ. επιθεωρητής.
-Τι έκανε ο μαθητής και τον τιμώρησε ο δάσκαλος;
Το χέρι της Σταυρούλας, που ήταν θαρραλέα κι άριστη μαθήτρια, σηκώθηκε.
-Έκανε κλούζα.
Άσπρισε το πρόσωπο του κ. επιθεωρητή και φώναξε θυμωμένα.
-Να μην χρησιμοποιήσεις άλλη φορά τοιαύτην λέξιν. Δεν είναι ελληνική. Είναι ξένη. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε ξένας, βαρβαρικάς λέξεις. Απάτη έπρεπε να πεις. Αυτή είναι η ορθή ελληνική λέξις. Θα πρέπει να λησμονήσετε τας μη ελληνικάς λέξεις της διαλέκτου σας και να ομιλείτε μόνον την γνησίαν ελληνικής γλώσσαν. Ελπίζω, κα Ευγενία, να διδάξετε εις τους μαθητάς σας την γνησίαν ελληνικήν γλώσσαν χωρίς ξένας λέξεις. Αυτό επιτάσσει το καθήκον μας.
Τα ‘χασαν τα πιτσιρίκια κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Δεν καταλάβαιναν για ποιον λόγο τα μάλωνε ο κ. επιθεωρητής, που συνέχισε απτόητος τον εξάψαλμο, μέχρι που τέλειωσε η ώρα, προτρέποντας τους μικρούς μαθητές να μην χρησιμοποιούν το κρανιώτικο ιδίωμα. Όλη την ώρα που ο κ. επιθεωρητής έδινε συμβουλές για το ποια είναι η σωστή ελληνική γλώσσα, στον νου της δασκάλας γυρόφερνε η λέξη «κλούζα». Προσπαθούσε να μαντέψει από ποια γλώσσα προερχόταν, αλλά άκρη δεν έβγαζε, μια που ούτε ξένες γλώσσες ήξερε ούτε από ετυμολογία. Ήθελε να ρωτήσει τον κ. επιθεωρητή, αλλά φοβόταν μην την αποπάρει. Η περιέργεια όμως την έτρωγε. Στο τέλος δεν άντεξε και, μόλις έφυγαν τα πιτσιρίκια, πήρε το θάρρος και ρώτησε
-Από ποια γλώσσα κ. επιθεωρητά, προέρχεται η λέξη κλούζα;
-Από τα βουλγάρικα, απάντησε εκείνος όλο στόμφο και καμάρι. Πού να ‘ξερε ο δόλιος πως η λέξη είναι αρχαιοελληνική και σήμαινε και στα αρχαία «απάτη». Μόνο που στα αρχαία ελληνικά είχε τη μορφή «κηλούσα», που στα κρανιώτικα προφέρεται κλούζα. Ήταν Αθηναίος. Κι όπως κάθε καλός Αθηναίος, πίστευε πως μόνον οι Αθηναίοι μιλούν σωστά ελληνικά. Κι αφού ο ίδιος δεν ήξερε τη λέξη, φαντάστηκε πως θα ‘ταν βουλγάρικη, αφού με τούρκικη δεν έμοιαζε.
Το απόγεμα, σαν τέλειωσε το σκολειό κι ο κ. επιθεωρητής ετοιμάστηκε να φύγει για τον Πυργετό, οι δάσκαλοι παρέταξαν τα παιδιά στο προαύλιο, για να τον αποχαιρετήσουν. Όλα τα παιδιά ευχήθηκαν «καλό δρόμο». Τα παιδιά όμως της Γ’ και Δ’ τάξης δεν ήθελαν ούτε να τον κοιτάξουν, γιατί τους είχε πει πως δεν μιλούν καλά ελληνικά.
Σημείωση: Κλούζα<κηλούσα,η, ουσ.: «ζαβολιά, μικροαπάτη» {αρχ. ελλ. Κηλέω «εξαπατώ»> κηλούσα>κλούζα «απάτη».
Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ.φ.