πολίτη, που «ξεναγεί» τον άνθρωπο σε όλο τον πλανήτη. Δέστε λοιπόν και διαβάστε μία του εξομολόγηση:
Δεν κρύβω την αγάπη μου για τον Καβάφη… Και τον Λόρκα αγαπάω περισσότερο. Και την Ανδαλουσία του και τις πορτοκαλιές αγαπάω. Μόνο τα ντουφέκια του Φράνκο δεν αγαπάω. Αγαπάω, όμως, τον Αναγνωστάκη. Και «το μέτρο του» το συγκεκριμένο…
Αγαπάω τον Κόλια… – «Μάνα, θα πάω στα καράβια …» -. Τον Καββαδία, πίσσα της θάλασσας τα βάθη. Τον Καρυωτάκη, αγαπάω, με τις κάργιες και τις «εξηκονταρχίες του (;). Τον Λαπαθιώτη, την Πολυδούρη αγαπάω…
Αγαπάω το Σολωμό, τον Κάλβο. Αγαπάω το Βύρωνα, τον Παλαμά και τον Σικελιανό. Αγαπάω τους Δελφούς, το Μεσολόγγι και τους «γύφτους». –«Άφκιαστο κι αστόλιστο του Χάρου δε σε δίνω»– Το χάλκεον χέρι, την όψη της κόψης του σπαθιού … αγαπώ. Που όταν χρειάζεται… γίνεται και δίκοπο … «μύτη» του Θερσίτη και του Άρη γένι. Γίνεται.
Τον Κώστα Βάρναλη, τον προλεταριακό ποιητή, με το «Φως που καίει» αγαπάω… και τους: «Σκλάβοι Πολιορκημένοι». Αγαπάω…
Τον Σεφέρη αγαπάω. Με τα μηνύματα πούχουν οι θαλασσινές σπηλιές του. Και οι Ελλάδες του, που παντού πάντα – όλους – σαν δίκοπο, πληγώνουν.
Είναι κακό η αγάπη (!)
Τον Ελύτη αγαπάω που αντέχει να σέρνει τα λασπωμένα, από το καταβούλιαγμα, πόδια του και να θυμώνει μ’ αυτόν που – γι’ άλλη μια φορά – δεν έφερε την άνοιξη για τα χελιδόνια μας. Τον Τάσο Λειβαδίτη – δεν κάνω πίσω – με τη Δραπετσώνα – αυτή θυμάμαι … πειράζει;
Και τον Γιάννη τον Τσαρούχη και τον Θεόφιλο και τον Μόραλη ζωγράφους, ποιητές για μένα, αγαπάω.
Τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο με τους στρατηγούς που στέλνει στα όρη, στα βουνά και στις όψιμες ραχούλες, αγαπάω. Και τον Μιχάλη αγαπώ, τον Κατσαρό, που πρώτος αυτός μου μίλησε για την ξηρασία, του μέλλοντος. Και το μικρό, σκυφτό σπιτάκι … της ζωής μας.
Και τον Νίκο αγαπάω… το Γκάτσο. Για «ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος». Τον Κεμάλ – α ρε δόλιο παληκαράκι μου … – και την Περσεφόνη μου με τα σπόρια του ροδιού στο προσκεφάλι της. Και τον Βρεττάκο, αγαπάω. Άφησα προς το τέλος τον Άκη – κέρασμα στον χάρο – και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου – δύο πόρτες έχει η ζωή – αγαπάω. – Κι όλους αυτούς τους χωρίς όνομα … (άκου χωρίς όνομα!!!) που γράψανε τα στιχάκια της εφηβείας τους πίσω από τις μικρές διάφανες σελίδες του «ημεροδείχτη» αγαπάω. Είναι κακό η αγάπη.
Και νάτανε αλήθεια, η αλήθεια… αληθινή αλήθεια, αλήθεια, δύσκολα πολύ να βρεις.
Αν ήτανε, λοιπόν, αληθινή αλήθεια και αληθινά αγαπούσαμε λίγους, έστω λίγο από όσους πιο πάνω θυμήθηκα εγώ ο ίδιος μισο – αγράμματος (πολλά μου λένε οι ποιητές και οι νεκροί …) τότε θα φθάναμε σίγουρα και γρήγορα στον ένα –κόκκινο το σύννεφο – που μια ζωή μας μίλαγε για του φτωχού τ’ αρνί, την ελιά και το κόκκινο κρασί. Για τον Ρίτσο, ο λόγος.
(Είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά το 1983 εδώ στη Λάρισα, όταν ο τότε Δήμαρχος Αριστείδης Λαμπρούλης, τον βράβευσε με το χρυσό κλειδί της πόλης) .
Αν, λοιπόν … λέμε, πάλι, αν … ήταν αλήθεια αληθινά και αγαπούσαμε αληθινά όλους αυτούς, μικρούς και μεγάλους ποιητές και μαζί τον ένα με το κόκκινο το σύννεφο στην καρδιά, που πάσχουνε για να κρατάμε τα μάτια μας και το μυαλό μας - ανοιχτά τότε … Τότε δεν θα χρειαζόταν κανένας μικρός σαν εμένα να γράφει, να γράφει και να κορδώνεται. Τάχα μου πως θυμίζει….
Γιατί … θάτανε αυτοί… (Δροσουλίτες… Καβαλαραίοι…) θα ‘μαστε εμείς. Οι γέροντες – οι χρήσιμοι γέροντες – «λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας…». Που δεν μιλάνε, αλλά που…
«Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, /ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,/ κι ένα μουλάρι από θυμό μες την καρδιά τους/ που δεν σηκώνει τ’ άδικο...». Αυτά ο Γιάννης Ρίτσος.
Είναι κακό η αγάπη;
Τι κι αν λοιπόν, κι εγώ γράφω μέρες μετά από το «πρέπει της μέρας» για τον ποιητή μας – του χτες, του σήμερα, της χρείας, του αύριο… – αρκεί που να θυμόμαστε για νάχουμε, πάντα …ζωντανό… «ένα μουλάρι από θυμό μες την καρδιά μας που να μη σηκώνει τ’ άδικο».
Αυτά απ’ τον αθάνατο ποιητή της ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο που γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909.