Έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε σε μια πολυθρόνα του σαλονιού. Καθώς έπινε τον καφέ της έκλεισε τα μάτια και το μυαλό της γύρισε πίσω στο παρελθόν.
Ήταν κόρη μιας πάμπτωχης οικογένειας, περνούσαν δύσκολα πολύ, πολλές φορές δεν υπήρχε ούτε το καθημερινό τους. Δύο παιδιά είχε η οικογένεια, τη Σοφία και ένα πολύ μικρότερο αγοράκι τον Νίκο.
Όταν ήταν μόλις δύο χρονών ο Νίκος, οι γονείς με πόνο ψυχής αποφάσισαν να δώσουν το αγοράκι για υιοθεσία, για μια καλύτερη ζωή.
Κάποιος Έλληνας μετανάστης φίλος τους, που ζούσε στην Αμερική, τους σύστησε σε μια άτεκνη οικογένεια που ήθελαν να υιοθετήσουν ένα παιδί Ελληνόπουλο, γιατί και αυτοί ήταν Έλληνες, μεγαλωμένοι στην Αμερική.
Και έφθασε εκείνη η μέρα. Ήταν ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα... όταν αποχαιρέτησε το αδερφάκι της...
Η Σοφία ήταν εφτά χρονών και ένιωσε τον πόνο του αποχωρισμού του αδερφού της.
Και τώρα εκεί καθισμένη, έβλεπε απέναντί της μια μεγάλη φωτογραφία, που απεικόνιζε τους γονείς της, τους μετανάστες, τον εαυτό της και το αδερφάκι της. Στην αρχή οι θετοί γονείς επικοινωνούσαν με τους φυσικούς γονείς του παιδιού. Όμως αργότερα έκοψαν κάθε επικοινωνία.
Ο φίλος τους τούς πληροφόρησε πως κι εκείνος τους είχε χάσει, προφανώς είχαν αλλάξει πόλη.
Και τα χρόνια περνούσαν, οι γονείς της Σοφίας παρ' όλη τη φτώχια τους την σπούδασαν. Δασκάλα ήταν και δίδασκε σε ένα σχολείο της πόλης τους, εκεί γνωρίστηκε και με τον Χρήστο, ήταν συνάδελφός της.
Σχεδόν πενηντάρα η Σοφία τώρα, πριν ένα χρόνο περίπου παρουσίασε ένα σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά της.
Επισκέφτηκαν τους καλύτερους καρδιολόγους της χώρας μας.
Όλοι κατέληξαν στο ότι έπρεπε να χειρουργηθεί. Αλλά το πού και το πότε, θα το αποφάσιζαν οι ίδιοι. Μόνο που δεν έπρεπε να καθυστερήσουν, για πιθανή επιδείνωση της κατάστασης.
Πληροφορήθηκαν πως σε ένα μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών κάθε μήνα ερχόταν στην Ελλάδα ένας διακεκριμένος καρδιοχειρουργός απ' τις Η.Π.Α. Κίνησαν γη και ουρανό με φίλους και γνωστούς να κλείσουν ένα ραντεβού και τα κατάφεραν ευτυχώς.
Καθισμένη εκεί στην πολυθρόνα θυμάται την ημέρα που πρωτοαντίκρυσε εκείνον τον διάσημο καρδιοχειρουργό.
Ήταν ένας ωραίος άνθρωπος, συνήθιζε να γνωρίζει τους ασθενείς πρώτα καλά, πριν μπούνε στο χειρουργείο.
Μίλησαν αρκετή ώρα και η Σοφία ένιωσε τόσο... οικεία και ζεστά που της έφυγε ο φόβος για την επέμβαση. Μάλιστα, αν όλα πήγαιναν καλά τον κάλεσε και στο σπίτι της στην επαρχιακή πόλη που ζούσε, την επόμενη φορά που θα ερχόταν στην Ελλάδα.
Της έπιασε το χέρι. "Μην ανησυχείς καθόλου... και δέχομαι την πρόσκλησή σου. Κάποια φορά θα πάρω και την οικογένειά μου και θα επισκεφθούμε πολλές πόλεις, έχω ακούσει πολλά γι΄ αυτήν τη χώρα απ' τους γονείς μου και τους παππούδες μου που ήταν Έλληνες μετανάστες.
Η Σοφία τον ευχαρίστησε χίλιες φορές, για το θάρρος που της ενέπνευσε και του έγραψε τη διεύθυνσή της...
Η οικογένεια εκεί γύρω στις δέκα ξύπνησε. Ο μεγάλος γιος της ο Νίκος -του είχε δώσει το όνομα του αδερφού της- την είδε στο σαλόνι να κάθεται με τα μάτια κλειστά. "Μαμά είσαι καλά...;"
Η Σοφία σαν να ξυπνούσε από όνειρο πετάχτηκε.
"Σηκωθήκατε παιδιά μου, ο μπαμπάς;"
"Μόλις μπήκε στο μπάνιο βιαστικός, γιατί πρέπει να βγει στην αγορά για τα καθιερωμένα ψώνια."
"Εντάξει κι εγώ θα σας ετοιμάσω πρωινό..."
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άνοιξαν... Και τι έκπληξη! Μπροστά τους στεκόταν ο κ. καθηγητής, ο καρδιοχειρουργός.
"Κύριε καθηγητά... περάστε" είπε η Σοφία.
"Μόνο για λίγο Σοφία, γιατί φεύγουμε, υπάρχει επείγον ανάγκη να γυρίσουμε στη Αμερική. Η οικογένεια έμεινε στο ξενοδοχείο να ετοιμαστεί. Εσύ πώς είσαι; Καλά σε βλέπω..."
"Χάρη σε σας κ. καθηγητά και στον Θεό πρώτα, που οδήγησε τα χρυσά σας χέρια. Περάστε να φτιάξω καφέ".
"Όχι, όχι δεν θα καθίσω πολύ, λίγο να σας δω".
Πέρασαν στο σαλόνι. Απέναντι ακριβώς απ' τον καναπέ που κάθισε, τα μάτια του έπεσαν σε μια μεγάλη φωτογραφία... Ταράχτηκε... Η ίδια φωτογραφία δέσποζε και στο σαλόνι του σπιτιού των γονιών του.
Πήγε κοντά. Η Σοφία τα είχε ελαφρώς χαμένα. Τι συνέβαινε δεν καταλάβαινε...
Μίλησε ο Νίκος -αυτό ήταν το όνομα του καθηγητού.
"Σοφία ποιοι είναι εδώ;".
"Οι γονείς μου, κύριε καθηγητά, οι μετανάστες που υιοθέτησαν τον αδερφό μου, εγώ κι ο Νικολάκης μας...".
"Σοφία κάτι συμβαίνει εδώ... Την έχουμε κι εμείς αυτή τη φωτογραφία στην Αμερική. Ω Θεέ μου, λες να είμαστε... αδέρφια!".
Όταν ήταν στα τελευταία της η μάνα μου, κάτι είπε μέσα στο παραμιλητό της, αλλά δεν έδωσα σημασία. Είσαι θετός γιος μας... απ' την Ελλάδα, είπε... και έκλεισε τα μάτια της για πάντα.
Σοφία πρέπει να γίνει το συντομότερο ένα τεστ DNA. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση όλα αυτά!
Η Σοφία κάθισε σε μια πολυθρόνα, δεν την κρατούσαν τα πόδια της, ύστερα απ' αυτόν τον διάλογο.
Έκανε τον σταυρό της.
"Θεέ μου μια δεύτερη Ανάσταση μου επιφύλαξες για σήμερα, Μέγα Σάββατο».
Από την Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά, συγγραφέα