από το 2009 και μετά. Το κύριο χαρακτηριστικό των νέων αυτών είναι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να διεκδικήσουν το δικαίωμα διορισμού ως μόνιμων εκπαιδευτικών στα δημόσια γυμνάσια και λύκεια της χώρας ή το δικαίωμα πρόσληψης ως αναπληρωτών, διότι δεν συμμετείχαν σε κανέναν γραπτό διαγωνισμό που θα τους έδινε με βάση την επίδοσή τους αυτό το δικαίωμα (σημειωτέον ότι ο τελευταίος γραπτός διαγωνισμός του ΑΣΕΠ για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2009). Ως αποτέλεσμα, η γενιά αυτή καθηλώθηκε για μία δεκαετία περίπου να ονομάζεται «μηδενικής προϋπηρεσίας» και να τοποθετείται χαμηλά στους Πίνακες Γενικής Εκπαίδευσης, μιας και το μόνο κριτήριο που είχε σημασία για την πρόσληψη αναπληρωτών (διότι μόνιμοι διορισμοί δεν έγιναν καθόλου σε αυτό το χρονικό διάστημα) ήταν η προϋπηρεσία. Αυτό βέβαια αντέκειτο στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, το Υπουργείο Παιδείας παρ’ όλα αυτά δεν ενδιαφερόταν για τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια.
Οι γενιές, όμως, δεν συνιστούν αφηρημένες οντότητες. Συνιστούν άτομα, ανθρώπινα υποκείμενα που το καθένα έχει την προσωπική του ιστορία να διηγηθεί. Η συγκεκριμένη γενιά, λοιπόν, υποχρεώθηκε αυτά τα χρόνια να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα μόνο ή να εργαστεί σε φροντιστήρια κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες ή να αλλάξει δουλειά ή να φύγει στο εξωτερικό. Αρκετοί, δημιουργικοί εκ φύσεως και με αγάπη για τη μάθηση, επέλεξαν παράλληλα με την οποιαδήποτε απασχόλησή τους, να εμπλουτίσουν τα προσόντα τους κάνοντας ένα μεταπτυχιακό, παρακολουθώντας ένα επιμορφωτικό σεμινάριο, μαθαίνοντας μία ξένη γλώσσα. Σε κάθε περίπτωση, το κόστος δεν ήταν μόνο υλικό αλλά και ψυχολογικό, μιας και το βιοποριστικό δεν λύθηκε ποτέ ολότελα, ενώ ταυτόχρονα η ανασφάλεια μεγάλωνε, η αμφισβήτηση των κόπων εντείνονταν, η διάθεση για προσφορά και δημιουργικότητα μειώνονταν. Εν τω μεταξύ, η κατάσταση αυτή είχε αναπόφευκτα αντίκτυπο στα σχολεία και στους μαθητές της χώρας, μιας και το εκπαιδευτικό δυναμικό δεν ανανεώθηκε, το χάσμα γενεών μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών μεγάλωσε, η πιο σύχρονη επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση έλειψε.
2020. Νέος ΑΣΕΠ. Φέρνει κάτι καινούργιο; Το πιο σημαντικό είναι ότι βάζει στο παιχνίδι αυτή τη γενιά ή μάλλον της δίνει ελπίδες ότι μπορεί να μπει στο παιχνίδι. Πλέον προβλέπεται ένα σύστημα διορισμών όπου δεν μοριοδοτείται μόνο το κριτήριο της προϋπηρεσίας αλλά και το κριτήριο των ακαδημαϊκών προσόντων (π.χ. πτυχίο, μεταπτυχιακό, ξένη γλώσσα κλπ.), ώστε να υπάρχει σύμπνοια με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας που προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα μάλιστα με το Υπουργείο, με το προτεινόμενο σύστημα θα είναι δυνατό «ένας υποψήφιος ο οποίος κατέχει το μέγιστο των ακαδημαϊκών προσόντων, να συναγωνιστεί υποψήφιο ο οποίος στερείται ακαδημαϊκών προσόντων αλλά έχει συμπληρώσει το μέγιστο της μοριοδοτούμενης προϋπηρεσίας. Επί της πραγματικής συνθήκης των διορισμών, υποψήφιος χωρίς προϋπηρεσία, κατέχοντας το ανώτατο όριο των ακαδημαϊκών προσόντων, πρέπει δυνητικά να μπορεί να διεκδικεί θέση διορισμού» (www.minedu.gov.gr, 08-01-19).
Δυστυχώς, η παραπάνω διατύπωση, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για να ελπίσει η νέα γενιά σε κάτι καλύτερο από αυτό που είχε ως τώρα. Διότι απλούστατα γίνεται λόγος μόνο για δύο κατηγορίες εκπαιδευτικών: για αυτούς που έχουν το μέγιστο των ακαδημαϊκών προσόντων (που είναι λίγοι στην Ελλάδα) και για εκείνους που έχουν το μέγιστο της μοριοδοτούμενης προϋπηρεσίας (που είναι πολλοί, όσοι εργάστηκαν ως αναπληρωτές την τελευταία δεκαετία και που επιπλέον ως πτυχιούχοι σχολών δεν είναι δυνατό να στερούνται κάποιων ακαδημαϊκών προσόντων). Η ενδιάμεση κατηγορία, οι εκπαιδευτικοί με τα τυπικά ή ακόμη και υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα, που όμως δεν τυχαίνει να έχουν διδακτορικό για να διεκδικήσουν το δικαίωμα διορισμού στα δημόσια σχολεία της χώρας, δεν συμπεριλαμβάνεται καν στη διατύπωση του Υπουργείου. Και για του λόγου το αληθές, μπορεί να προβεί κάποιος στην καταμέτρηση των μορίων υποψηφίων των τριών κατηγοριών, σύμφωνα με την προκήρυξη 2ΓΕ/2019. Εν προκειμένω, θα παραθέσω τρία παραδείγματα, υποθετικά βέβαια, που αντιπροσωπεύουν ωστόσο ομάδες εκπαιδευτικών της χώρας μας στην παρούσα στιγμή.
Πρώτο παράδειγμα (πολύ συχνό): εκπαιδευτικός με 120 μήνες προϋπηρεσίας ως αναπληρωτής (120 μόρια), πτυχίο με βαθμό 6 (15 μόρια), καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας (3 μόρια), δύο παιδιά (6 μόρια). Σύνολο μορίων: 144.
Δεύτερο παράδειγμα (συχνό): εκπαιδευτικός με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα: πτυχίο με βαθμό 8 (20 μόρια), μεταπτυχιακό (20 μόρια), άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας (7 μόρια), καλή γνώση μιας δεύτερης ξένης γλώσσας (3 μόρια), επιμόρφωση (2 μόρια), ECDL (4 μόρια). Σύνολο μορίων: 56.
Τρίτο παράδειγμα (πιο σπάνιο): εκπαιδευτικός με πολύ υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα: πτυχίο με βαθμό 9 (22,5 μόρια), μεταπτυχιακό (20 μόρια), δεύτερο πτυχίο (7 μόρια), διδακτορικό (40 μόρια), άριστη γνώση δύο ξένων γλωσσών (14 μόρια), επιμόρφωση (2 μόρια), ECDL (4 μόρια), δύο παιδιά (6 μόρια). Σύνολο μορίων: 115,5.
Η προϋπηρεσία, στην πραγματικότητα, «θρυμματίζει» ακόμη και τα πολύ υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα ενός διδάκτορα πανεπιστημίου. Και καθώς, σύμφωνα με το Υπουργείο, «οι 120 μήνες επελέγησαν αφ’ ενός γιατί αντιστοιχούν στη δεκαετία της αδιοριστίας και αφετέρου γιατί καλύπτουν τη συντριπτική πλειοψηφία των εχόντων προϋπηρεσία ως αναπληρωτές», το νέο σύστημα ουσιαστικά προκρίνει για διορισμό τους υπάρχοντες αναπληρωτές, με αποτέλεσμα να συνιστά μια μορφή επετηρίδας που σαφώς έρχεται σε αντίθεση με τις επιταγές του Συντάγματος. Η μόνη διαφορά έγκειται στη μικρή χαρά που θα πάρουν οι εκπαιδευτικοί μηδενικής προϋπηρεσίας, οι οποίοι δεν θα έχουν πια μηδέν μόρια στους Πίνακες αλλά από είκοσι ως εβδομήντα ανάλογα με τα προσόντα τους (αλήθεια, είναι απαραίτητο ένα διδακτορικό δίπλωμα για να έχει κάποιος την πιθανότητα διορισμού στα ελληνικά σχολεία;).
Εν κατακλείδι, το νέο σύστημα αδικεί κατάφωρα τη γενιά μηδενικής προϋπηρεσίας. Τα ακαδημαϊκά προσόντα είναι σημαντικά μόνο για τους αναπληρωτές και είναι αυτά που θα καθορίσουν τη θέση τους στους Πίνακες και φυσικά τον ενδεχόμενο διορισμό τους. Οι αναπληρωτές δικαιολογημένα έχουν μεγάλη αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπισαν την τελευταία δεκαετία: τις μετακινήσεις σε άλλες περιοχές και σχολεία, την οικονομική και συναισθηματική ανασφάλεια, τις δυσκολίες στην οικογενειακή τους ζωή, τις τρομερές ελλείψεις στα σχολεία, την απαξίωση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού. Παρεμφερή ωστόσο προβλήματα αντιμετώπισε και η γενιά εκπαιδευτικών μηδενικής προϋπηρεσίας και οι εργαζόμενοι ανά την Ελλάδα εν γένει, σε διαφορετικά περιβάλλοντα βέβαια.
Θέτω στην άκρη τις δύο γενιές. Θα ήθελα εν τέλει να εστιάσω σε ένα μόνο ερώτημα, του οποίου την απάντηση μπορούμε να σκεφτούμε για λίγο: Τι προσόντα θέλουμε να έχει ο εκπαιδευτικός που θα μπει στα σχολεία να διδάξει τα παιδιά μας; Θέλουμε να έχει πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά; Θέλουμε προϋπηρεσία; Είναι σημαντικό να ξέρει Αγγλικά και Γαλλικά; Ή μήπως κάνει τη διαφορά στη διδασκαλία το αν έχει δύο παιδιά και τρία; Νομίζω ότι τελικά η ουσία ξέφυγε από τους υπεύθυνους του Υπουργείου που συνέγραψαν την προκήρυξη.