τουρκικού στρατού, προκειμένου να διατηρηθεί στο ακέραιο η Συνθήκη των Σεβρών. Η απόφαση αυτή πάρθηκε μετά από υπόδειξη του πρωθυπουργού της Αγγλίας Λόιδ Τζωρτζ, ο οποίος τους είπε ότι αν δεν εξουδετερώσουν τον Κεμάλ, η Τουρκική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση πήρε απόφαση, οι Έλληνες και ο Ελληνικός Στρατός, να αποχωρήσουν από τη Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη. Έτσι στις 23 Μαρτίου 1921 (ν.ημ.) άρχισε η Εαρινή Επίθεση και η προέλαση του Ελληνικού Στρατού, ενώ ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας με τους διοικητές των τριών σωμάτων της στρατιάς (Α’ σώματος ο υποστράτηγος Α. Κοντούλης με τρεις μεραρχίες, Β’ Σώματος ο πρίγκιπας Ανδρέας με δύο μεραρχίες, Γ’ Σώματος ο στρατηγός Αρ. Βλαχόπουλος με τέσσερις μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού). Το σύνολο της στρατιάς τότε ήταν 104.000 οπλίτες. Αρχικά ο σχεδιασμός του διοικητή στρατιάς ήταν να γίνει κατάληψη της Κιουτάχειας (Δορύλαιου) που ήταν το μέσον της σιδηροδρομικής γραμμής, βόρεια το Εσκί Σεχίρ και νότια το Αφιόν Καραχισάρ. Ο πρωθυπουργός όμως Ν. Καλογερόπουλος συμφώνησε με την άποψη του συνταγματάρχη Σαρηγιάννη, υπαρχηγού της στρατιάς, να γίνει κατάληψη των δύο κέντρων, του Αφιόν Καραχισάρ και της Κιουτάχειας, θέλοντας, για πολιτικούς λόγους, να δείξει δηλαδή στην Ευρώπη την υπεροχή του Ελληνικού Στρατού. Έτσι ο Παπούλας διέσπασε τις δυνάμεις της Στρατιάς και το Α’ Σώμα Στρατού από το Ουσάκ πήγε προς το Αφιόν Καραχισάρ, το οποίο κατέλαβε στις 26-3-1921 χωρίς να αντιμετωπίσει μεγάλη τουρκική στρατιωτική δύναμη, διότι ο Κεμάλ είχε δώσει εντολή να μετακινηθούν οι δυνάμεις του προς την Κιουτάχεια. Το Γ’ Σώμα Στρατού είχε να αντιμετωπίσει μία ενισχυμένη τουρκική στρατιωτική δύναμη 24.000 πεζικού και 3.000 ιππικού, ενώ αυτό διέθετε 16.000 πεζικό και 1.300 ιππικό. Οι σφοδρές μάχες που διεξήχθησαν στις 30-31 Μαρτίου (ν.ημ.) ήταν στην αρχή θετικές για το Γ’ Σώμα Στρατού. Απώθησαν τις καλά οχυρωμένες τουρκικές δυνάμεις προξενώντας τους μεγάλες απώλειες, υποχωρώντας. Τη νύχτα όμως ο Κεμάλ έστειλε τρεις εφεδρικές μεραρχίες σιδηροδρομικώς από Άγκυρα και Εσκί Σεχίρ και τα δεδομένα άλλαξαν. Το Γ’ Σώμα Στρατού που δεν διέθετε εφεδρείες, έφτασε στην Προύσα από όπου ξεκίνησε με μεγάλες απώλειες. «Αι απώλειαι του Γ’ Σώματος Στρατού κατά την μάχη αυτήν υπήρξαν: αξιωματικοί: νεκροί 50, τραυματίαι 145. Οπλίται: νεκροί 655, τραυματίαι 2854, δηλαδή εξαιρετικώς μεγάλαι» (βιβλ.2, σελ.590) Η αποτυχία αυτή, της μη κατάληψης της Κιουτάχειας από το Γ’ Σώμα Στρατού ήταν το αίτιο που ο πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος υπέβαλε στον βασιλιά Κωνσταντίνο την παραίτηση της κυβέρνησής του στις 4 Απριλίου 1921 (ν.ημ.). Η νέα κυβέρνηση που ορκίστηκε στις 8 Απριλίου 1921 με πρωθυπουργό και υπ. Δικαιοσύνης τον Γούναρη, υπ. Στρατιωτικών τον Ν. Θεοτόκη, Ναυτικού τον Π. Μαυρομιχάλη, Παιδείας και Εκκλησιαστικών τον Θ. Ζαϊμη, Συγκοινωνιών τον Παναγή Τσαλδάρη, Οικονομικών και προσωρινά Επισιτισμού τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και υπουργό Εξωτερικών τον Γ. Μπαλτατζή. Η κυβέρνηση αυτή του Δημ. Γούναρη δύο μέρες μετά την ορκωμοσία της είχε μία μεγάλη νίκη στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στη μάχη του Τουμπλού Μπουνάρ όπου είχε μεταφερθεί το Α’ Σώμα Στρατού από το Αφιόν Καραχισάρ. Εν τω μεταξύ ο Κεμάλ μετά την εξουδετέρωση και υποχώρηση του Γ’ Σώματος Στρατού στην Προύσα μετά τη μάχη στην Κιουτάχεια, έδωσε εντολή στον Ρεφέτ Πασά να πάει με μία μεγάλη ισχυρή δύναμη προς το Αφιόν Καραχισάρ για να εξουδετερώσει τις εκεί ελληνικές δυνάμεις προκειμένου να ελευθερώσει τη σιδηροδρομική γραμμή Άγκυρας – Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ, όπου εκεί έρχονταν οι πολεμικές προμήθειες από την Αττάλεια και Μερσίνη της Ανατολικής Μεσογείου, των προμηθευτών της Ιταλίας και της Γαλλίας. Οι τουρκικές δυνάμεις έφτασαν στο Τουμπλού Μπουνάρ, 20 χλμ δυτικά του Αφιόν Καραχισάρ και τα ξημερώματα στις 10 Απριλίου άρχισε γενική επίθεση με όλμους και κανόνια εκατέρωθεν. Η αριθμητική όμως υπεροχή των Τούρκων φέρνει σε μεγάλο προβληματισμό τους διοικητές συνταγματάρχες, Καλλιδόπουλο και Διαλέτη και την αγωνία τους σώζει ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων όπου φτάνει ξαφνικά το μεσημέρι από τα πλάγια των Τούρκων και με «καταιγιστικά πυρά πεζικού και πυροβολικού… οι Τούρκοι εντυπωσιάζονται και η έκπληξή τους δεν αργεί να μετατραπεί σε τρόμο και σε φυγή. Στο πεδίο της μάχης αφήνει ο πανικόβλητος εχθρός 800 πτώματα και οι δικοί μας αιχμαλωτίζουν 200 Τούρκους. Μία λαμπρή επιτυχία στεφανώνει τα ελληνικά όπλα» (βιβλ.1,σελ.47) Βιβλιογραφία : 1) «ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ: «ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ», Εποποιία και κατάρρευση στη Μικρασία», ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, εκδ.ΦΥΤΡΑΚΗ, ΑΘΗΝΑ, 1974. 2) «ΝΕΟΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΕΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ», ΤΟΜΟΣ 13, ΑΘΗΝΑ, 1957.
Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου