Αυτό αποδεικνύεται σταχυολογώντας ‐εν μέσω κορονοΐου‐ τρία μόλις αποσπάσματα από διαφορετικές αφηγήσεις-αναγνώσματα, τα οποία αποτυπώνουν με γλαφυρότητα τα συναισθήματα που βίωσαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας εκείνων των δύσκολων χρόνων ή οι επίγονοί τους.
Το πρώτο αναφέρεται στην υποσυνείδητη ανάμνηση του Εμφυλίου κάποιου από τους «ηττημένους» εκείνου του «σφαγείου», ο οποίος ένιωθε τη διάψευση των ονείρων και των προσδοκιών του, τη ματαίωση. Το δεύτερο καταγράφει τον «διχασμό» μιας οικογένειας σε μια ακριτική γωνιά της Ελλάδος λόγω των εμφυλίων παθών καθώς και την απαξίωση μερίδας του σλαβόφωνου πληθυσμού της περιοχής εξαιτίας της χρήσης του ιδιώματος. Το τρίτο απόσπασμα, με νοηματικό επίκεντρο την αποσπασματικότητα της μνήμης, είναι «απόσταγμα» από τη σκληρή εμπειρία του γιου που αντικρίζει τον πατέρα του νεκρό πάνω σε μια παλιά πόρτα, θύμα των εκτελεστών της ΟΠΛΑ, στο «σκοτεινό» Αγρίνιο του 1943. Η μνήμη διαπερνά και το υποσυνείδητο του εγγονού, καθώς και εκείνος επιχειρεί να προσεγγίσει από τη δική του σκοπιά την ψυχοσύνθεση του πατέρα του.
Καμιά φορά μέσα στον ύπνο έρχονται οι παλιοί σκοτωμένοι πόλεμοι, σύντροφοι που σκοτώθηκαν εβγαίνανε από τη γη τα πεθαμένα χέρια τους. Σηκώνομαι λοιπόν και τους ξεθάβω ολάκερους. Και είναι σα ζωντανοί σα νάναι σήμερα. Μιλάμε περπατώντας κι ανεβαίνουμε σ’ εκείνα τα βουνά. Κι ακούμε να σφυρίζει εκείνος ο διαβολεμένος αέρας… Όπως πάντα στην ιστορία φυσάει διαβολεμένος αέρας.
(Κώστας Πασχάλης, Το όνειρο έμεινε ακατοίκητο: Ιστορικές μαρτυρίες για τον Εμφύλιο, Επίκεντρο, 2016).
Κι ήρθε καιρός να γυρίσω στο σπίτι. Και βλέπω τη μάνα μου μέσα στα μαύρα. Τον εκτέλεσαν τον πατέρα σου, μου λέει στα μακεδόνικα. Καλά του κάνανε, τέτοιος που ήτανε, γυρνάω και της λέω εγώ στα ελληνικά. Ακόμη θυμάμαι εκείνα τα μάτια της τα πονεμένα. Σα να μου ξερίζωσες την καρδιά, έτσι ένιωσα. Κάλλιο να μ’ είχε βαρέσει παρά έτσι που με κοίταξε, Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα της. Ογδόντα χρονών πήγα, εκείνα τα μάτια δεν τα ξεχνάω. (Ελευθερία Κυρίμη, Η θάλασσα στο χιόνι, Μεταίχμιο, 2018).
Λίγη λήθη μάς προστατεύει από την τρέλα. Μονάχα θραύσματα θυμόμαστε είτε από έναν εμφύλιο πόλεμο είτε από έναν ανολοκλήρωτο έρωτα. Νησιά μνήμης η ζωή μας. Στο βάθος, είμαστε πολύ καλοί για να ξεχνάμε. Ή μήπως όχι; (Η. Μαγκλίνης, Είμαι όσα έχω ξεχάσει. Μια αληθινή ιστορία, Μεταίχμιο, 2019).
Τελικά, μήπως κάτι αξίζει να μείνει ως αληθινό δίδαγμα μόλις η «καταιγίδα» του κορονοΐου περάσει; Να «ψαύουμε» τις πληγές που μας έχει αφήσει ως άτομα και ως κοινωνίες ο ιστορικός χρόνος και να διατηρούμε πάντα την ενότητα και την ομοψυχία μας. Όχι μόνο όταν το επιβάλλει η ανάγκη και μάλιστα αδήριτη…
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρ Ιστορίας Α.Π.Θ.