Εκ παραλλήλου, σερφάρω στο λαπ – τοπ που έχω στα γόνατά μου, ενώ δίπλα μου το κινητό δέχεται αστεία – και κάποια «πονηρά»- βιντεάκια που μου στέλνουν τα «ρεμάλια» (οι φίλοι μου είναι τα «ρεμάλια») και τα οποία μόλις λαμβάνω προωθώ σ’ άλλα «ρεμάλια».
Αυτήν που λυπάμαι είναι η Λίτσα. Τι χρωστάει κι αυτή η άμοιρη να βλέπει τούτο δω το απόλυτα αντιερωτικό θέαμα που παρουσιάζω; Τι χρωστάνε οι Λίτσες όλης της πόλης να βλέπουν όλην ώρα παραιτημένους άντρες, αξύριστους, με μαλλί άλουστο, που φοράνε κάτι ξεχειλωμένες παλιοφόρμες; Άντρες που ’χουν τα μάτια κόκκινα από το πολύ σερφάρισμα στον υπολογιστή και που δεν ξεκουνιούνται από το καναπέ παρά μόνο για να πάνε στην τουαλέτα για κατούρημα και στη βεράντα για τσιγάρο;
Με τη Λίτσα δεν μιλάμε πια, ειδικά μετά τον έκτο συνεχόμενο καβγά που ρίξαμε διότι, λέει, κάθομαι όλη μέρα στον καναπέ και γεμίζω τον τόπο ψίχουλα τσακίζοντας κάτι μπισκότα. Προχτές δε, έγινε το σώσε, διότι πήγα να βγάλω κάτι σοκολατένια πουράκια «Καπρίς» από το κουτί, κι αυτά τα βλαμμένα έπεσαν κάτω στο χαλί κι από χαλί το έκαναν χάλι. «Και σου είχα πει, όρμησε η Λίτσα – να πάρεις το μικρό μέγεθος γιατί από το μεγάλο κουτί δεν βγαίνουν εύκολα». «Τι λες μωρέ; Πότε μου το είπες, με δουλεύεις;» «Όχι εσύ με δουλεύεις! Αλλά πού να ακούσεις, που ’σαι όλη μέρα στον καναπέ! Ρίζες έβγαλες!». «Όχι – παίρνω φόρα εγώ- θα τρέχω σαν καμιά υστέρω στο σούπερ μάρκετ να αγοράζω με τις δωδεκάδες τα κωλόχαρτα». Εκεί τα πήρε αγρίως η Λίτσα, «κόφτο, γιατί άμα δεν ήμουνα εγώ ούτε κωλόχαρτο να πας στην τουαλέτα δεν θα ’χες». (Το’κοψα, δεν μ’ ‘έπαιρνε άλλο, κάνε το κορόιδο είπα μέσα μου να περάσει η μπόρα γιατί σε βλέπω την άλλη μέρα να πας για κωλόχαρτα εσύ και δεν είμαστε για τέτοια λεβέντη μου).
Πάλι καλά όμως, γιατί ο Χρηστάρας που θυμήθηκε να κάνει παιδιά στα ... ξεμποστανιάσματά του και που κορόιδευε όλους εμάς που μικροπαντρευτήκαμε, έχει μέσα στο σπίτι και τα παιδιά, «άσε φιλαράκι, σκέτη τρέλα είναι σου λέω», όλη μέρα τρεχάλα, ποδοβολητό, πάνω- κάτω, τρέχουν μαλώνουν, τσιρίζουν, - μα δεν κουράζονται ντιπ;- άι σιχτίρ πια... Μετά σου λένε «μένουμε σπίτι». Καλά τα λες ρε Τσιόδρα, όλοι σώκλειστοι, αλλά εσύ κυριούλη μου δεν μένεις σπίτι με τα επτά – οχτώ, όσα έχεις τέλος πάντων, κούτσκα... Για ρώτα την... «Τσιόδραινα» τι τραβάει... Και μ’ αρέσει δηλαδής που βγαίνουν και κάτι – μάλλον... άγαμες- ψυχολόγες, κάτι όλο τουπέ παιδαγωγίνες, «να ανακαλύψετε- λένε- ξανά τα παιδιά σας», «να αφιερώσετε χρόνο για δημιουργικό παιχνίδι μαζί τους», από συμβουλές χορτάσαμε πια, άι πάαινε από δω κυρά μου...
Κάποια στιγμή, είπα να πάψω να ... εκδικούμαι τη Λίτσα. Μέχρι που ξυρίστηκα, άλλαξα και φόρμα, και της ανακοίνωσα πως πάω στο πάρκο να περπατήσω λιγάκι. Το έλα να δεις! Και πού θα πας, και θα μου φέρεις εδώ μέσα κανέναν ιό, και για σένα σκοτίστηκα, άμα θες να φας το κεφάλι σου, φάτο, εγώ δεν σου χρωστάω τίποτα... «Τι λες μωρέ; Εσύ δεν είπες να ξεκουνηθώ απ’ τον καναπέ; Κι έπειτα, δεν άκουσες και τον Μητσοτάκη; Από κανένας μοναχικός περίπατος επιτρέπεται». «Κάνε ό,τι θες- λέει η Λίτσα- μ’ έσκασες» (χε χε, τα κατάφερα). Και συνέχισε φσσσττ, φσσσττ να ψεκάζει με χλωρίνη τα πόμολα στις πόρτες για πέμπτη φορά, αφού πρώτα είχε περάσει χλωρίνη τα τρία – τέσσερα κινητά που κυκλοφορούν αδέσποτα στο σπίτι.
Ο «μοναχικός περίπατος» αποδεικνύεται όχι και τόσο μοναχικός. Κάμποσοι – υπό κανονικές συνθήκες - «καναπεδάτοι», τώρα που δεν πρέπει ... άφησαν τον καναπέ, φόρεσαν φόρμα και ανακάλυψαν τη χαρά του αθλητισμού και της κίνησης. Καθώς βλέπω όλους αυτούς - μασκοφόρους και μη- να ’ρχονται καταπάνω μου, αλλάζω, τάχα μου διακριτικά, πλευρά, πιάνω τα απόσκια, το ίδιο κάνουν κι αυτοί, τάχα μου διακριτικά, λες κι είμαστε τίποτε χάχες και δεν καταλαβαίνουμε. Αι σιαπέρα ρε. Ενάμιση μέτρο τουλάχιστον.
Γυρίζω σπίτι. Η Λίτσα με περιμένει πάλι με τις χλωρίνες στο χέρι, ο ιδιοκτήτης τηλε-μπουζουξίδικου Σπύρος Παπαδόπουλος μου λέει για ογδοηκοστή πέμπτη φορά πως «τα πράγματα είναι σοβαρά» και ξαναπλένει τα χέρια του πολύ σχολαστικά. Το χειρότερο πράμα σήμερα είναι να είσαι ιός στα χέρια του Παπαδόπουλου. Ένα δράμα. Ο Τσιόδρας ανακοινώνει 31 νέα κρούσματα, σύνολον 470, ε τι διάολο, λέω, μέσα μου, 10 εκατομμύρια κόσμος είμαστε, με τους μετανάστες πες 11, εμείς θα κολλήσουμε; Μην τρελαθούμε κιόλας. Και τρώω ένα «Καπρίς», τώρα που δεν βλέπει η Λίτσα, που όλο μου φωνάζει ότι από τα πολλά γλυκά θα το πάθω το ζάχαρο, όπως ο κουμπάρος ο Θανάσης, που τώρα θεωρείται «υποκείμενο νόσημα» (άλλοι λένε ότι είναι σκέτο υποκείμενο, αλλά δεν το σχολιάζω).
Τελικά οι κρίσεις σε κάνουν, από ντιπ «στυλιάρι» που είσαι, μορφωμένο. Παραμορφωμένο θα ’λεγα. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και του Σόιμπλε-ιού παίζαμε στα δάχτυλα τα «σπρεντς», τα «QE», τους «μηχανισμούς στήριξης», το «Γιούρογκρουπ» και τα «πρωτογενή πλεονάσματα». Τώρα μάθαμε τα «υποκείμενα νοσήματα», τη «διασπορά στην Κοινότητα», ακόμη και πως ο άνθρωπος έχει «ανώτερο» και «κατώτερο αναπνευστικό». Τσσσς τσσς τσσς ! Για δες! Κρίση στην κρίση, ο πιο μορφωμένος λαός στην Ευρώπη γίνκαμε ορέ!
- Πάλι μπισκότα έτρωγες άχρηστε;- η Λίτσα επανήλθε δριμύτερη κι εγώ νιώθω την ενοχή μικρού παιδιού, σαν τότε που μ’ έπιαναν να ρημάζω το βάζο με το γλυκό καρύδι της γιαγιάς Ασπασίας.
Ξανακάνω το κορόιδο, τουμπεκί κανονικό και δη ... χοντροκομμένο, και της λέω «Λιτσάκι ωραίο το μαλλί», τσίμπησε, ευτυχώς, «α, ρα ποιον χαϊδεύουν και δεν καμαρών’ ;» που λένε -και σωστά !- εις τον ωραίο Τύρναβο. «Σ’ αρέσει;» μου κάνει εκείνη με το γνωστό νάζι της μεγαλομπεμπέκας, «πολύ» της λέω κοφτά και κατηγορηματικά για να το πιστέψει. Εγώ βασικά αδιαφορώ για το μαλλί που το έφτιαξε μόνη της, αυτό που εκτίμησα είναι ότι γλιτώσαμε καμιά εικοσαρούμπα στα κομμωτήρια και τα νυχάδικα, μπας και ρεφάρουμε τα φράγκα που δώσαμε για τα κωλόχαρτα, τις μάσκες και τα αντισηπτικά.
Ξαναπιάνω το λαπ τοπ, φυτεύομαι στον καναπέ. Νύχτωσε έξω, η Λάρισα έρημη, μοναχά φωνές εφήβων ακούγονται, παρέες που μαζεύονται στα παγκάκια του πάρκου. Άλλη μια δύσκολη νύχτα και το χειρότεροι είναι ότι κανείς δεν μας λέει πότε θα τελειώσει αυτός ο διάολος που μας βρήκε...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr