O Terry Eagleton σε ομιλία του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων είχε πει «είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να δώσει κανείς έναν ορισμό της ποίησης». Αρκετοί άνθρωποι ασχολούνται με την ποίηση και παρά την ενασχόλησή τους δεν έχουν βρει το βαθύτερο νόημα της και είμαι βέβαιος ότι δεν θα βρεθεί ποτέ! Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι πως η ποίηση είναι ένα είδος τέχνης, ένα μέσο έκφρασης που χρονολογείται πριν από πάρα πολλά χρόνια. Βέβαια, είναι μια τέχνη που δεν εκτιμάται τόσο πολύ όσο η ενασχόληση με τη μουσική και τα εικαστικά. Όπως είχε πει και ο Sir Ken Robinson σε μια διάλεξη του «υπάρχει ιεραρχία μέσα στις τέχνες ανά τον κόσμο. Tα εικαστικά και η μουσική συνήθως βρίσκονται ιεραρχικά πιο ψηλά στα σχολεία απ' ό,τι το θέατρο και ο χορός». Άραγε πού είναι η ποίηση ως τέχνη; Ένα είδος υπό εξαφάνιση! Μπορούμε να κάνουμε μια παρομοίωση αυτής της ιεραρχίας μέσα από τα λόγια του Leonardo DaVinci «ο ποιητής είναι κατώτερος από τον ζωγράφο στην απεικόνιση ορατών πραγμάτων και πολύ κατώτερος από τον μουσικό στην έκφραση αοράτων πραγμάτων».
Για να γράψεις ποίηση δεν χρειάζεται να είσαι δεξιοτέχνης, δεν χρειάζεται να είσαι επηρεασμένος από κάποιο παλιό ή σύγχρονο ποιητή! Κανείς από αυτούς τους ποιητές δεν επηρεάστηκε από κανένα. Η ποίηση δεν είναι να διδάσκεσαι μέσα από άλλους ποιητές πώς να τη γράψεις. Αν συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, τότε θα έπρεπε να δώσουμε τα εύσημα στον T.S. Eliot που είχε πει πως«οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν».
Όλοι γεννιόμαστε με κάποια ταλέντα και δυστυχώς το εκπαιδευτικό σύστημα είναι βασισμένο στην ταξική διάσταση και προωθεί τον ανταγωνισμό. Μέσα στην ίδια την εκπαίδευση υπάρχει ένας βασικός σκοπός: προετοιμάστε τον άνθρωπο να γίνει ένας αποτελεσματικός μελλοντικός εργαζόμενος μέσα από τα βασικά μαθήματα (π.χ. θετικές επιστήμες). Με πιο απλά λόγια, θέλουν αυτό που υποστηρίζει ο Michael W. Apple, να γίνει ο άνθρωπος παθητικό ον. Στόχος είναι να εξαλειφθεί κάθε ίχνος δημιουργικότητας, καθώς το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα προωθεί συγκεκριμένες αρχές, αξίες, συμπεριφορές και ιδεολογία. Δηλαδή πνίγει τον άνθρωπο μέσα σε τόσα πράγματα που δεν τον βοηθούν να εκφραστεί όπως θέλει. Πράγματα τα οποία βρίσκει λιγότερο ουσιαστικά.
Στην τέχνη δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Σεφέρης είναι καλύτερος από τον Καρυωτάκη. Η ποίηση του καθενός είναι μοναδική στο είδος της και εκφράζει, όπως υποστηρίζει ο Sir Ken Robinson, «κομμάτια της ψυχής που κατ’ άλλα παραμένουν ανέγγιχτα». Αν θέλεις να ασχολείσαι με την ποίηση, πρέπει να μάθεις να την καλλιεργείς περισσότερο, γιατί η ποίηση είναι να βαδίζεις στο μονοπάτι της αυτογνωσίας.
Παρά ταύτα, η ποίηση έγινε μερικώς επάγγελμα. Ο Cyril Connolly είχε πει «καλύτερα να γράψεις για τον εαυτό σου και να χάσεις τον αναγνώστη, παρά να γράψεις για τον αναγνώστη και να χάσεις τον εαυτό σου». Μέσα σε λίγες λέξεις περιγράφεται αυτό που κατάφερε η ταξική διάσταση μέσω του ανταγωνισμού, δηλαδή να γράφει ο ποιητής για τον αναγνώστη και στο τέλος να χάνει όλο το νόημα του εαυτού του που είχε βρει μέσω της ποίησης. Η ποίηση ως τέχνη δεν θα έπρεπε να είναι το μέσο της υλιστικής επιβίωσης, αλλά της εξύψωσης και της ολοκλήρωσης της ψυχής και του πνεύματος, γιατί η ίδια καλλιεργεί αυτά τα δύο και δημιουργεί έναν άνθρωπο με πιο ανοικτό πνεύμα.
Πολλοί αυτοπροσδιορίζονται ως κριτικοί λογοτεχνίας, κρίνοντας έργα άλλων. Και σε αυτό το σημείο θέτω τα εξής ερωτήματα: Ποιος ο σκοπός να κρίνεις το έργο ενός ανθρώπου που μιλά μέσα από την ψυχή του; Ποιος σκοπός να δίνεις κατευθύνσεις σε έναν άνθρωπο για το πώς να βελτιώσει το ποιητικό έργο του; Άραγε το συναίσθημα και η σκέψη βελτιώνονται μέσα από συγκεκριμένες συμβουλές ή με το να δουλεύεις καλύτερα τον εαυτό σου; Άραγε ένας κριτικός λογοτεχνίας γνωρίζει καλύτερα τον ποιητή ως προσωπικότητα, διαβάζοντας την ποίηση του; Άραγε ο κριτικός λογοτεχνίας γνωρίζει τα βιώματα του ποιητή, διαβάζοντας την ποίησή του; Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι ότι δεν υπάρχει κανένας αληθινός σκοπός και ότι κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει καλύτερα τον άλλον εκτός από τον ίδιο τον εαυτό του και μόνο. Απλώς, πρέπει να διατηρούμε την ταξική διάσταση, επειδή αυτή υποτίθεται φέρνει την ισορροπία. Όχι, φέρνει την ανισότητα! Ένας ποιητής δεν θα μπορούσε να μιλήσει για το έργο άλλων, ούτε να το συγκρίνει με το δικό του έργο. Θα έπρεπε να μιλάει για τη δική του ποίηση και μόνο αυτή.
Αντί να «ελευθερώνουμε» την ποίηση, τη «σκλαβώνουμε» και την «υποβιβάζουμε», κρίνοντας και συγκρίνοντάς τη. Στην ουσία υποβιβάζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας, επειδή η ποίηση μιλά μέσα από εμάς, είναι οι σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας κι όλα αυτά είναι που δημιουργούν την ιδέα μας για τον κόσμο. Μ’ άλλα λόγια, η ποίηση, σύμφωνα με τον Robert Frost, είναι «όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη του και η σκέψη έχει βρει τις λέξεις». Όταν κρίνουμε και συγκρίνουμε την ποίηση, είναι σαν να «βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος».
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι δεν υπάρχει τέλεια ποίηση όσο το να προσπαθείς να εκφραστείς, ενώνοντας τη σκέψη με το συναίσθημα. Η γραφή του κάθε ποιητή είναι η «ταυτότητά» του και πρέπει να εκτιμάται, γιατί όταν τη διαβάζεις δεν κάνεις ένα απλό ανάγνωσμα, αλλά έρχεσαι σε επαφή με τον ποιητή, επικοινωνείς μαζί του σ’ένα άυλο επίπεδο, σ’ ένα επίπεδο που λίγοι μπορούν να κατανοήσουν πραγματικά! Είναι αυτό που λέει ο Carl Sandburg «το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας, αφήνοντας αυτούς που κοιτάζουν να μαντέψουν τι ήταν αυτό που φάνηκε για μια στιγμή».
Από τον Κωνσταντίνο Ν. Μαντζίκο, εκπαιδευτικό - συγγραφέα