Τελευταίος στα παιχνίδι, άσχετος και με τις... μαγκιές των καιρών. Ανοιχτός στ' άλλα. Δεν μου είχε περιγράψει την παιδική και εφηβική του ζωή ο Πέτρος, γιατί τις ζήσαμε μαζί. Είχε λίγους καλούς φίλους, που τους κράτησε ισόβια, μέχρι που κάποιοι εγκατέλειψαν τα επίγεια. Αυτός το παλεύει, και μου επέτρεψε να γράψω ό,τι θέλω για κοινές θύμησες γενικότερης σηματοδότησης. «Αν θέλεις να γράψεις κάτι, κάνε το-μου είπε- αλλά να ξέρεις, πως δεν πρόκειται να σε διαβάσω. Οχι γιατί είμαι μακριά, αλλά γιατί δεν θέλω να σκιαγραφούμαι έστω και έμμεσα, καθώς εμφιλοχωρούν παρεξηγήσεις, κακή μνήμη, ακόμα και λάθη από ειλικρινείς ανθρώπους. Το αποτύπωμα όσων ασχολούνται με τα κοινά, δεν μπορεί να υπάρξει πριν περάσουν πολλά χρόνια. Κι αυτό, αν αξίζει τον κόπο. Η αφεντιά μου δεν υπήρξε πολιτικός ή πολιτευτής, όπως το εννοεί ο κόσμος. Για πέντε ολόκληρα χρόνια σήκωσα το φορτίο του μεγαλύτερου θεσσαλικού συλλόγου, του Συνδέσμου Επιστημόνων Λάρισας (με 1457 μέλη ακριβώς το '82, που δεν ζήτησα ανανέωση της προεδρικής θητείας μου) των δεκαετιών '70 και '80. Ίδρυσα και το ΠΑΣΟΚ στη Λάρισα, που... με στοίχειωσε. Μαζί με την εκλιπούσα Ρηνιώ Κ., τον Θανάση Μ. και άλλους οργανώσαμε και λειτουργήσαμε για χρόνια την Πινακοθήκη Λάρισας. Πολιτικές θέσεις ή αξιώματα δεν θέλησα, δεν μπορούσα, και δεν διεκδίκησα. Κάποια εν αγνοία μου προέκυψαν, όπως ξέρεις. Είχα μεράκι με τα κοινά, όπως χιλιάδες άνθρωποι. Τωρινή αναφορά τους, αμφιβάλλω αν αξίζει τον κόπο».
Άξιζε κατά την ταπεινή μου γνώμη, επειδή συνήθως τα πρόσωπα συνδέονται με συμβάντα, χαρακτήρες, νοοτροπίες, συνήθειες και κυρίως παθογένειες του εγχώριου βίου. Τον Πέτρο θυμάμαι τελειόφοιτο Δημοτικού σημαιοφόρο με φουστανέλα στηριγμένη με... παραμάνες από το φανελάκι του. Ήταν στα Τρίκαλα. Στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου -εδώ πλέον στη Λάρισα -του αφήρεσε τη σημαία ο γυμναστής του, επειδή στις... κυβιστήσεις δεν τα πήγαινε καλά. Ήταν και... κοκαλιάρης. Η... αριστεία δεν είχε πάντα προνόμια. Από τους πρώτους πέτυχε στις δύο Νομικές Σχολές, αν και ήταν τότε βαριά άρρωστος. Την ίδια χρονιά μαζί του κι εγώ σε άλλη Σχολή. Τα τέσσερα πανεπιστημιακά χρόνια τα πέρασε με υγεία κλονισμένη από διαδοχικές κρίσεις πανικού, αδιάγνωστου τότε ως ψυχοσυμπτώματος. Βρεθήκαμε πολύ κοντά, όταν μετά τις σπουδές μας αποποιήθηκε υποτροφία του ΙΚΥ στη Γαλλία. Έπρεπε να συμπληρώσει το ποσό από εργασία, που δεν μπορούσε ν' ανταποκριθεί για λόγους υγείας. Καθώς είμαστε δύο νέοι άνθρωποι με τα όνειρά του καθένας μας, αλλά πολλά -και διαφορετικά -προβλήματα, ο φίλος μου είχε διαγνώσει τις αφετηρίες των δικών του. Αρχή τους η εκτέλεση από τα SS-μπροστά του δε στη νηπιακή ηλικία- του νεαρού πατέρα του. Συνυπήρχαν όμως αυτά με υγιέστατη σκέψη. Πριν θελήσω να τον σκιαγραφήσω, μου είπε να γράψω, όχι ό,τι κι άν έκανε, αλλά ό,τι έπαθε. «Τα γνωρίζεις - είπε -, όμως είναι πάρα πολλά, που δεν θα μάθεις, γιατί αφορούν εμπιστεύσεις της δουλειάς μου (Με τα νομικά έμπλεξε). Μερικά ξεπερνούν τη φαντασία».
Δεν μπορώ να μη γράψω, πως ο άνθρωπός μου ασχολήθηκε με τα κοινά από μικρός. Σκάρωσε με συμμαθητές εφημερίδα της τάξης στη δεύτερη Γυμνασίου, τη συνέχισαν στις επόμενες. Την 4σέλιδη εφημεριδούλα τοιχοκολλούσαν σε πλαίσιο έξω από την τάξη. Έβγαζαν και λίγα αντίγραφα με καρμπόν, που τα φύλαγε. Με το που τελείωσε το Γυμνάσιο, ίδρυσε σύλλογο αποφοίτων και έγινε πρόεδρός του. Θυμάμαι σαν τώρα φιλολογικά απογευματινά, εκθέσεις ζωγραφικής, λίγα απ' όλα. Όταν παραιτήθηκε, ο Σύλλογος διαλύθηκε. Είναι, βλέπετε, βαριά η «καλογερική». Χρειάζεται εθελοντισμός και χρόνος. Τον είχα ρωτήσει, πώς τα βόλευε τότε, και κράτησα δύο πράγματα, που είχε πει». Οπου υπάρχει ένα θέλω, υπάρχει κι ένα μπορώ» ήταν το ένα. Και το άλλο: «Βρες έναν πολυάσχολο, να κάνεις τη δουλειά σου». Μετά το Πανεπιστήμιο ο σκληρός βιοπορισμός. Από τότε τα μεγάλα του προβλήματα. Δεν θα γράψω γι' αυτά της δουλειάς, που στην αρχή της σταδιοδρομίας του δημιούργησε η επταετία.
Στα στρατοδικεία της Χούντας δικάζονταν για πάνω από πέντε χρόνια οι ποινικές υποθέσεις. Εκεί κανένας δεν διόριζε μη «συμπαθούντα» δικηγόρο, όπως είχε χαρακτηρισθεί ο δικός μου, στυλοβάτης της νεολαίας της Ε.Κ. από το '65. Βρέθηκε με φάκελο. Του αφήρεσαν το διαβατήριο. Δεν του έδωσαν και άδεια εξόδου από τη χώρα το '73 για 10ήμερη συνοδεία στενού συγγενούς του για χειρουργείο στο Λονδίνο, που δεν γινόταν εδώ. Πήγαμε μαζί αρχές του '73 στο γραφείο του Λαδά στο κτίριο Δημητράτου. Μπήκαμε σε μιά αίθουσα και βρήκαμε τον πατέρα Πλεύρη, διευθυντή του γραφείου του. Εκείνος πήρε ένα σκουροπράσινο ντοσιέ, και έβγαλε ένα χαρτί. Μας κοίταξε και είπε του φίλου μου. "Κύριε συνάδελφε. Ζητήσατε άδεια για Λονδίνο. Δεν θα τη λάβετε. Πριν δυό χρόνια στις... τάδε του... τάδε μήνα στο γραφείο του Υποδιοικητή Ασφάλειας είπατε αυτολεξεί.(Διαβάζει) «Με καλέσατε να κάνω ομιλία στη Λέσχη Αξιωματικών Λάρισας υπέρ της Επανάστασης. Δεν ξέρω τι έκαναν άλλοι. Εγώ καραγκιόζης δεν γίνομαι».
Φύγαμε άπρακτοι. Ο δικός μου μονολογούσε. "Οι άνθρωποι δεν είναι ηλίθιοι. Λάθεψα. Μισάνθρωποι είναι». Ύστερα από λίγες μέρες πήγα στην κηδεία εκείνου, που δεν είχε άλλον, να τον ταξιδέψει, αλλά πολλούς να τον κληρονομήσουν... Ήρθε και η μεταπολίτευση. Νάσου πάλι ο φίλος, που νέα του μάθαινα στην Αμερική, που τότε ζούσα. Ιδρύει στη Λάρισα το ΠΑΣΟΚ. Ανοίγει το φυλαγμένο αρχείο της ΕΔΗΝ, που ήταν η οργάνωση νεολαίας της Ενωσης Κέντρου. Φωνάζει δικούς του, νοικιάζουν γραφείο, ετοιμάζουν ψηφοδέλτιο για τις εκλογές του 74, κι εκείνος πίσω μεταβολή και στη δουλειά. Βρίσκεται για Δικαστήριο στην Πάτρα, και του τηλεφωνούν στο ξενοδοχείο, ότι επειδή δεν συμπληρώθηκε το ψηφοδέλτιο, έγραψαν τ' όνομά του, και το έδωσαν στου Λαβδάκη για εκτύπωση! Εκείνο το βράδυ μου τηλεφώνησε, και ήταν έξαλλος. Θυμάμαι τον διάλογο και το πρώτο (από τα πολλά) αδιέξοδο του Πέτρου. Ετσι όμως συμβαίνει. Οταν μπλέκεσαι με τα πίτυρα- λέω εγώ-σε τρώνε οι κότες. Τα έβαλε στο τηλέφωνο με Θεούς και δαίμονες, επειδή ένιωσε εγκλωβισμένος.
«Ακουσέ με - του λέω-. Είναι καιρός να αφιερωθείς στο γραφείο, γιατί και οι πελάτες που σου ‘στειλα, αν μάθουν, ότι κάνεις πολιτική, δεν θα τους αρέσει». Με διέκοψε: «Λίγα θα πω, και θα εξηγήσω, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να γίνω πολιτικός. Η πολιτική είναι επάγγελμα. Θέλει αποκλειστικότητα και προϋποθέτει τρία πράγματα. Πρώτα να είσαι δοτικός. Να προσφέρεις. Νιώθω πως είμαι. Δεύτερο. Να έχεις γερό στομάχι, για ν' αντέχεις τον Ελληνα. Εγώ δεν έχω. Δεν θα παραστήσω λοιπόν το θύμα. Είμαι ανίκανος όμως και για θύτης. Η τρίτη προϋπόθεση, είναι να διαθέτει ο πολιτικός υγιές χρήμα, εκτός αυτού που βιοπορίζεται από προσωπική εργασία και μόνο. Εγώ δεν έχω δεκάρα, πέρα απ' ό,τι μού δίνει η δουλειά μου. Δεν είμαι αποτυχημένος σ' αυτή. Αν την εγκαταλείψω, καταστρέφω οικογένεια και όποια καριέρα καταφέρω να κάνω. Βλέπεις, πως έκανα και οικογένεια από τα είκοσι τρία. Ηθική προσταγή λοιπόν». Είχε προχωρήσει η ώρα. Κλείσαμε τη σύνδεση. Την άλλη Τρίτη συνεχίζω με λακωνικές περιγραφές συμβάντων παρελθόντος βίου, αλλά επικαίρων διδαχών του εγχώριου τριτοκοσμικού μικρόκοσμου.
Γράφει ο «Όμηρος»
(omhros.el@gmail.com, fb: Ομηρος Ελευθερία)