Από τα βυζαντινά χρόνια είχαν παρέλθει διάφοροι κυρίαρχοι από αυτά (οι Ιωαννίτες ιππότες (1309-1522), οι Οθωμανοί (1522-1912), και οι Ιταλοί (1912-1946). Η επιθυμία ένωσής τους με την Ελλάδα πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, μετά τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Είχαν προηγηθεί, όμως, άλλες συρράξεις στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, που είχαν μεταβάλει το status quo σε αυτή την ευαίσθητη-γεωστρατηγικά-περιοχή: ο ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912) και οι δύο Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913). Ιδιαίτερα ο ιταλοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 1911, συνιστά γεγονός-σταθμό για την ιστορία των Δωδεκανήσων.
Η ιταλική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του φιλελεύθερου Τζοβάνι Τζολίτι, στην προσπάθειά της να ακολουθήσει την πεπατημένη των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία), οι οποίες διεύρυναν τις αποικιοκρατικές τους κτήσεις στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, πρόταξε την εξασφάλιση μιας ζώνης αποκλειστικού ελέγχου σ’ αυτή. Προκειμένου να επιτύχουν σε αυτό το εγχείρημα, οι Ιταλοί πρόβαλαν ως πρόσχημα την προάσπιση των συμφερόντων της ιταλικής κοινότητας της Τρίπολης στη Λιβύη, σε συνεργασία με τον Σουλτάνο, αφού η περιοχή απειλούνταν από τους Βέρβερους μουσουλμάνους. Έτσι, οι Ιταλοί αποστέλλουν στρατεύματα στις -υπό τυπική οθωμανική κατοχή- ακτές της Βορείου Αφρικής, κηρύσσοντας τον πόλεμο στη Υψηλή Πύλη. Η αντίσταση, που συνάντησαν οι ιταλικές δυνάμεις από τις αντίστοιχες των Οθωμανών, που δρούσαν στην περιοχή, ήταν σθεναρή, ιδιαίτερα μετά την αποστολή ενισχύσεων από τις μικρασιατικές ακτές. Έτσι, οι Ιταλοί δεν θα διστάσουν να επεκτείνουν το πεδίο των πολεμικών επιχειρήσεων στα παράλια του Αιγαίου, προκειμένου να διακόψουν τις εχθρικές ενισχύσεις. Τον Απρίλιο του 1912, οι Ιταλοί με μια αστραπιαία ναυτική επίθεση προσβάλλουν τα στενά των Δαρδανελίων, αιφνιδιάζοντας τις στρατιωτικές και διπλωματικές αρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα μια εκστρατευτική αποβατική δύναμη, με επικεφαλής τον στρατηγό Τζοβάνι Αμέλιο, καταλαμβάνει πρώτα την Αστυπάλαια και εν συνεχεία τη Ρόδο. Μέχρι τον Μάιο του 1912 οι Ιταλοί κατορθώνουν να καταλάβουν κι άλλα έντεκα νησιά (Χάλκη, Νίσυρος, Τήλος, Λέρος, Λειψοί, Κάλυμνος, Πάτμος, Κως, Κάρπαθος, Κάσος, Σύμη), οπότε και το καταληφθέν -από αυτούς- σύμπλεγμα νήσων πήρε έκτοτε την ονομασία «Δωδεκάνησα».
Οι ιταλικές στρατιωτικές αρχές και υπεύθυνοι ιταλικοί παράγοντες ακολούθησαν εξαρχής μια πολιτική παραπλάνησης του ελληνικού πληθυσμού των νησιών, διαβεβαιώνοντάς τον ότι η κατάληψη είχε προσωρινό χαρακτήρα (στο πλαίσιο των εμπόλεμων ιταλοτουρκικών σχέσεων) και υποσχόμενοι την παραχώρηση αυτονομίας, προκειμένου να αποτραπούν ενδεχόμενες αντιστασιακές κινήσεις. Οι κάτοικοι, όμως, των νησιών αντιδρούν άμεσα. Στις 4 Ιουνίου 1912 αντιπρόσωποι από όλα τα Δωδεκάνησα οργανώνουν, στην Πάτμο, Πανδωδεκανησιακό συνέδριο, αποφασίζοντας τη δημιουργία της αυτόνομης «Πολιτείας του Αιγαίου» ως ένα πρώτο βήμα για την ένωση με την Ελλάδα, κίνηση, η οποία ωθεί τους Ιταλούς σε σκλήρυνση της στάσης τους (προχωρώντας σε σύλληψη των πρωτεργατών της επιδιωκόμενης ένωσης με την Ελλάδα. Η εποχή είναι ταραγμένη με συνεχείς εξελίξεις και η ιταλική εξωτερική πολιτική προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκτήσει διεθνή ερείσματα, για να προσαρτήσει τα νησιά, οπότε συμφωνεί με την Τουρκία να της παραχωρήσει, και η Τουρκία, με τη σειρά της, να αναγνωρίσει την Ιταλική κυριαρχία στη Λιβύη. Η ρύθμιση αυτή δεν πραγματοποιείται, λόγω της έκρηξης των Βαλκανικών πολέμων, από τους οποίους η Ελλάδα βγαίνει διπλασιασμένη σε έκταση, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να προσαρτήσει τα Δωδεκάνησα, καθώς αυτά τίθενται υπό τον προσωρινό έλεγχο της Ιταλίας, που λειτουργεί ως διεθνής τοποτηρητής. Είναι δεδομένη η καθυστέρηση που προβάλλουν οι Ιταλοί στις διπλωματικές τους κινήσεις, προκειμένου να διευθετηθεί το Δωδεκανησιακό ζήτημα υπέρ αυτών, εφόσον θεωρούσαν τα νησιά απαραίτητα για τους οραματισμούς της περί ναυτικής κυριαρχίας της στη Μεσόγειο.
Απώτερος στόχος, όμως, των τοπικών ιταλικών αρχών, όσο και της ιταλικής κυβέρνησης, ήταν η μόνιμη κατάληψη και η προσάρτηση των Δωδεκανήσων, όπως καθίσταται έκδηλο από τη συνθήκη, που υπογράφτηκε μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας (στο Ouchy της Ελβετίας, τον Οκτώβριο του 1912 με την οποία τα Δωδεκάνησα αποτέλεσαν ενέχυρο των Ιταλών για τις αξιώσεις τους στη Βόρεια Αφρική έναντι των Οθωμανών), αλλά και με την εξασφάλιση της κατοχής των νήσων από την Ιταλία, στο πλαίσιο της μυστικής συνθήκης του Λονδίνου (1915), προκειμένου αυτή να ενταχθεί στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ στον Α’ ΠΠ και οι συνθήκες, που συνάπτονται στο Παρίσι αποκαλύπτουν τις αντιθέσεις που υπάρχουν στο στρατόπεδο των Συμμάχων, όπου συνυπάρχουν δυνάμεις με αντικρουόμενα συμφέροντα όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Οι εξελίξεις τουλάχιστον στην αρχή των διαπραγματεύσεων, φαίνεται να είναι ευνοϊκές για την Ελλάδα όσον αφορά στο ζήτημα των Δωδεκανήσων. Στις 16/7/1919 υπογράφεται στο Παρίσι η συμφωνία Τιττόνι-Βενιζέλου, που ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα δωδεκανησιακά αιτήματα: Η Ιταλία παραχωρεί τα νησιά στην Ελλάδα, πέραν της Ρόδου, που επρόκειτο να παραμείνει για 5 χρόνια ακόμα υπό ιταλική κυριαρχία, μέχρι να αποφασίσουν με δημοψήφισμα οι κάτοικοί της, εάν επιθυμούσαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Η συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο τον Ιούλιο/Αύγουστο του 1920, δικαιώνει τις ελληνικές θέσεις, καθώς -σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτής- η Τουρκία παραιτούνταν υπέρ της Ιταλίας κάθε δικαιώματος και τίτλου επί των Δωδεκανήσων ενώ με άλλη ειδική διεθνή συνθήκη («περί της Δωδεκανήσου») η Ιταλία παραιτείται υπέρ την Ελλάδας όλων των δικαιωμάτων και των τίτλων της επί των νησιών. Η Ιταλία, φυσικά ακόμα αθετεί τις υπογραφές της μπρος στην εξασθενημένη -από τον πολεμικό εγχείρημα στη Μικρά Ασία- Ελλάδα, ακυρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τα συμφωνηθέντα. Η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία δίνει περαιτέρω ώθηση στις ιταλικές ιμπεριαλιστικές απόψεις περί marenostrum, αναφορικά με τον χώρο της Μεσογείου. Η έλευση, το 1936, στα Δωδεκάνησα ως διοικητή του De Vecchi, σε αντικατάσταση του ήπιου Mario Lago, συσχετίζεται με τη σκλήρυνση της Ιταλικής στάσης έναντι του ντόπιου πληθυσμού, καθώς αυτός θέτει σε εφαρμογή μια επιχείρηση εξιταλισμού των νησιών: περιορισμός των αστικών Ελληνικών σχολών, επιβολή της Ιταλικής ως γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, διδασκαλία της ιταλικής αντί της ελληνικής ιστορίας, απόλυση των Ελλήνων εκπαιδευτικών, απαγόρευση κυκλοφορίας ελληνικών εντύπων. Όμως το εθνικό φρόνιμα των νησιωτών δεν κλονίζεται αντιθέτως, ενδυναμώνεται, όπως παρατηρούμε, με τον σχηματισμό του Συντάγματος Εθελοντών Δωδεκανησίων αμέσως μετά την επίθεση της Ιταλίας στην Ελλάδα (απ’ όσους κατορθώνουν να αποδράσουν από τα νησιά) και τη συμμετοχή αυτού στις επιχειρήσεις στην Αλβανία, ενώ Δωδεκανήσιος είναι και ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, που πέφτει υπέρ του έθνους στον πόλεμο αυτό (ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος την 1η Νοεμβρίου 1940). Η πτώση του Μουσολίνι στις 25 Ιουλίου και η συνθηκολόγηση του Νέου πρωθυπουργού Pietro Badoglio, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, γνωστή και ως Arnistizio, σηματοδοτεί δραματικές εξελίξεις στα Δωδεκάνησα, τη διοίκηση των οποίων αναλαμβάνει ο Γερμανός στρατηγός Ulrich Kleeman. Τα νησιά παραμένουν υπό γερμανική κατοχή έως το 1945, οπότε και στις 8/5/1945 παραδίδονται στους Άγγλους. Στις 15/5/1945 φθάνει στη Ρόδο το καταδρομικό «Αβέρωφ», όπου επιβαίνει ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός (ως ο πρώτος Έλληνας πολιτειακός αρχηγός, έχοντας την ιδιότητα του Αντιβασιλέα). Η Βρετανική στρατιωτική διοίκηση κράτησε έως τις 31/3/1947, οπότε και τα νησιά παραδόθηκαν στον εκπρόσωπο της Ελλάδας, αντιναύαρχο Ιωαννίδη. Στις 9/1/1948 έγινε η επίσημη προσάρτησή τους στην Ελλάδα με την ψήφιση του υπ’ αριθμ. 518 νόμου από τη Δ’ αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων (με την οποία ορίζονταν ως «οι νήσοι της Δωδεκανήσου Ρόδος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Νίσυρος, Πάτμος, Χάλκη, Κάσος, Σύμη, Κως, Λέρος, Τύλος και Καστελόριζον, ως και αι παρακείμεναι νησίδες, προσαρτώνται εις το Ελληνικόν κράτος από τις 28ης Οκτωβρίου 1947») και τη σύσταση Γενικής διοίκησης Δωδεκανήσου. Στις 7/3/1948 ο βασιλιάς των Ελλήνων Παύλος και η Βασίλισσα Φρειδερίκη φτάνουν στη Ρόδο, συνοδευόμενοι από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, υπουργούς, στρατιωτικούς και άλλους επισήμους, επικυρώνοντας και τυπικά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στο Ελληνικό κράτος.
Υποσημείωση: 1. Το Καστελόριζο δεν καταλείφθηκε από τους Ιταλούς το 1912, αλλά περιήλθε υπό Γαλλική κυριαρχία στο διάστημα 1915-1921, οπότε και οι Γάλλοι το παραχώρησαν -κατόπιν συμφωνίας- στους Ιταλούς.
Βιβλιογραφία Λουκάτος Σπυρίδων, «Δωδεκάνησα», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ’, Αθήνα 1978, σ. 460-472. *Φωτάκης Ζήσης, «Ο Ελληνικός Ναυτικός Αγώνας 1840-1944: το ιστορικό πλαίσιο, οι σταθμοί και οι συνιστώσες του», “Παγκόσμια γεγονότα” τόμοι (2)
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο