διεθνιστές, τους αντιμετωπίζουμε με σεβασμό και τους αποδεχόμαστε ως πλάσματα του ίδιου Θεού και στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και άλλοι, ως εθνικιστές, δεν θέλουμε ούτε να τους δούμε, γιατί τους θεωρούμε κατώτερους και επικίνδυνους για το μέλλον της χώρας. Αν, μάλιστα, προσθέσει κανείς όσους εξαρτούν τη στάση τους με βάση το συμφέρον τους και τους εξωγενείς παράγοντες, που επηρεάζουν το θέμα, αντιλαμβάνεται, γιατί το προσφυγομεταναστευτικό πρόβλημα, σήμερα, είναι δυσεπίλυτο στη χώρα μας. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε οι σημερινοί Έλληνες ότι οι αρχαίοι πρόγονοί μας, στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, έγιναν ποντοπόροι, δημιούργησαν αποικίες μακριά απ’ τη χώρα τους μεταφέροντας τον πολιτισμό τους στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν, γοητεύοντας τους πάντες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ούτε τη Μικρασιατική καταστροφή και την απαράδεκτη, στην αρχή τουλάχιστον, στάση μας απέναντι στο 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, η προσφορά των οποίων, μετά την ένταξή τους στον κοινωνικό μας ιστό, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, ούτε, όμως, την αντιφατική συμπεριφορά μας στον τρόπο ενσωμάτωσης Αλβανών στην ελληνική κοινωνία μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, που τους ταλαιπωρούσε. Αλλά και τα κύματα των Ελλήνων μεταναστών προς διάφορες χώρες μετά την κατοχή και το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η φυγή πολλών απ’ τους νέους μας στο εξωτερικό στα χρόνια της πρόσφατης κρίσης, καθώς και το δημογραφικό, η υπογεννητικότητα, η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού και η έλλειψη εργατικών χεριών, δεν πρέπει να διαφεύγουν της προσοχής μας, όταν τοποθετούμαστε στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα. Δεν θα πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε, ότι, ανήκοντας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, είμαστε υποχρεωμένοι ως λαός και ως κράτος να σεβόμαστε τις συμφωνίες, που υπογράφονται, κατά καιρούς, αλλά και να παλεύουμε, όμως, για τα δίκαιά μας πείθοντας και όχι με τσαμπουκάδες, γιατί χρειαζόμαστε συμμάχους, αφού είμαστε μια μικρή χώρα και η γεωπολιτική μας θέση το απαιτεί. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, και επειδή, ακόμη, η συμπεριφορά των Τούρκων και η μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης με τα γνωστά προβλήματά της είναι εδώ και προκαλεί ανησυχία, επειδή η χώρα μας αντιμετωπίζει τα γνωστά οικονομικά προβλήματα, επειδή η πολιτική κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο και στη γύρω περιοχή είναι ρευστή λόγω συμφερόντων και πολέμων, αντιλαμβάνεται κανείς, γιατί το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με αφορισμούς και λαϊκίστικα τσιτάτα. Χρειάζεται, οπωσδήποτε, ομοθυμία και συναίνεση, που δεν διαθέτει, δυστυχώς, η χώρα, αλλά και μελέτη και μακρόπνοος σχεδιασμός, προκειμένου να λυθεί, οριστικά και τελεσίδικα. Θα πρέπει, γι’ αυτό, εκτός της προσπάθειας να ανακάμψει η ελληνική οικονομία, να αντιμετωπισθεί, παράλληλα, το δημογραφικό πρόβλημα και η γήρανση του πληθυσμού, καθώς και πόσα, επί πλέον, εργατικά χέρια θα χρειασθούν, προσεχώς, προκειμένου η παραγωγική μηχανή να είναι ικανή να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της χώρας. Με βάση όλα αυτά, να προϋπολογίσουμε, καθυστερημένα έστω, πόσοι, περίπου, ξένοι, πρόσφυγες κατά προτίμηση, χωράνε στη χώρα μας, χωρίς, όμως, να κινδυνεύουμε με αλλοίωση της εθνολογικής μας ταυτότητας, παρότι ο πολιτισμός μας απέδειξε, στο διάβα των αιώνων, ότι είναι ανθεκτικός και αφομοιώνει, εύκολα, όσους τον γεύονται. Επειδή, τέλος, ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα σύνορά μας αποτελούν σύνορά της, θα πρέπει με διάλογο, στην αρχή, και με έμπρακτη, γιατί όχι, πίεση, κατόπιν, να πειθαναγκάσουμε τους εταίρους μας, προκειμένου να ενισχυθεί η φύλαξη των συνόρων και με τη δική τους βοήθεια, αλλά και να δεχθούν, όσους περισσεύουν στη χώρα μας, μοιράζοντάς τους αναλογικά και με βάση τον πληθυσμό τους, για να πάψει η χώρα μας να αποτελεί αποθήκη ψυχών. Είναι, άλλωστε, απαράδεκτο, να πηγαίνουν κόντρα στις διεθνείς συνθήκες, να κλείνουν οι βόρειοι εταίροι μας τα σύνορά τους και να μη δέχονται πρόσφυγες και μετανάστες στον τόπο τους, αλλά και να πιέζουν εμάς και τους άλλους νοτίους να τους αποθηκεύουμε σε συνθήκες απάνθρωπες. Εξυπακούεται ότι και εμείς, εξ αιτίας των όσων ανέφερα προηγουμένως, θα πρέπει να δείξουμε κατανόηση στις κυβερνητικές προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος και να εντάξουμε στην κοινωνία μας όσους μπορούμε, διασκορπίζοντάς τους στη χώρα μας και δείχνοντας τα φιλάνθρωπα αισθήματά μας. Μόνο, έτσι, πιστεύω, μπορεί να λυθεί, μακροπρόθεσμα, το πρόβλημα για το καλό όλων.
Από τον Κώστα Γιαννούλα