Επειδή το εγχώριο αντάρτικο αυτόματα εξανθρωπίζεται, όταν μετοικεί σε πολιτισμένη χώρα. Κάποια στιγμή και τούτον τον τόπο πρέπει – χωρίς να ξέρω πώς και πότε – ν’ αποτινάξουμε το βολικό άλλοθι της ισόβιας ευθύνης των άλλων και της περίπου ξεδιάντροπης καθημερινότητας, που μας ταυτοποιεί ως Έλληνες, και ταυτόχρονα μας συναρπάζει. Όλα στο περίπου. Όλα ό,τι να ‘ναι. Χωρίς κανόνες και γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων μας αυτό που λέμε «Νόμος και Τάξη». Κάποτε πρέπει να πορευτούμε τον δρόμο της αριστοτελικής ετερότητας. Είναι εκείνη η στάση ζωής, όπου κοινωνιολογικά το «εγώ» γίνεται «εμείς», φιλοσοφικά είναι η διαφορά στο πνεύμα, και εθνικά η αποδοχή του συνανθρώπου μας ως ατόμου με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ας κατανοήσουμε επιτέλους πως η ελευθερία δεν είναι ελευθεριότητα. Ότι ως κοινωνικά όντα πρέπει να συμβιώνουμε με κανόνες. Αυτοί που τους καταργούν είναι αντάρτες.
Ο Μάνος Δανέζης, επίκουρος καθηγητής Αστροφυσικής του ΑΠΘ, έγραψε πως: «Το νόημα της ζωής κρύβεται πίσω από την έννοια της ψυχικής σχέσης μας με τους άλλους ανθρώπους και όχι στον απομονωτισμό του ατομικού ψυχισμού μας». Κάτι ανάλογο (διάβασα και σημείωσα κάποτε) διατύπωσε και ο Mikhail Litvak, κορυφαίος Ρώσος ψυχίατρος και συγγραφέας, που συνέταξε κατάλογο συμβουλών για την ανθρώπινη καταξίωση. Έγραψε λοιπόν: «Και οι ανώριμοι και οι ώριμοι έχουν γνώση. Αλλά για τον ανώριμο η εφαρμογή της δεν είναι εύκολη, ενώ ο ώριμος άνθρωπος την αξιοποιεί και την κάνει πράξη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο πρώτος δεν μπορεί να κάνει πολλά πέρα από το να κριτικάρει τους άλλους». Πάρτε αυτήν τη φράση και στοχαστείτε αν ταιριάζει στους Έλληνες.
Έντονα και καταγγελτικά μας έχουν περιγράψει αλλοδαποί και Έλληνες συγγραφείς και λόγιοι. Από τους τελευταίους έχω αποσπάσει ένα σκληρό κείμενο ενός αξιόλογου ανθρώπου, του Βαγγέλη Μακρόγλου: «Σαν λαός, γράφει, είμαστε κατακούσουροι (γεμάτοι «κουσούρια» δηλαδή ελαττώματα). Έχουμε μέσα μας την αρβανίτικη χοντροκεφαλιά, τον φαρισαϊσμό του Μωραΐτη, τη βλάχικη πονηριά, τη νησιώτικη αφέλεια, τη σαρακατσάνικη διπλοπροσωπία, τον μικρασιατικό ωχαδελφισμό, την ποντιακή ισχυρογνωμοσύνη, το θρακιώτικο πείσμα, την παρανοημένη μακεδονίτιδα. Αναμασάμε το καυχησιάρικο της αρχαιοελληνικότητάς μας… και βυζαντινίσαμε τον ανατολικορωμαϊσμό, για να χάψεις εσύ κι εγώ, μετά την πτώση του, περιουσιακά καρπώματα (σημ. καρπούς) της εκκλησιαστικής @@@φαγίας…».
Άρχισα με στοχαστική διάθεση καθώς με εμβληματικά παραδείγματα προκύπτει η πρακτική, αλλά και η αποδοχή νοσηρών μας συμπεριφορών. Υπάρχει αποδοχή της μαγκιάς, της πονηριάς, της υποκρισίας, του ευτελισμού, του ωχαδελφισμού και της καθημερινής παραβατικότητας. Τι είδους λαός είμαστε λ.χ. όταν ψηφίζουμε να μας κυβερνούν διαχρονικά άνθρωποι και κόμματα, που έχουν λεηλατήσει το πολίτευμα ή την οικονομία της χώρας. Αυτά που συνέβησαν την τελευταία δεκαετία εμένα τουλάχιστον με ξεπερνούν, ειδικά όσον αφορά την οικονομική μας πορεία ως Κράτους. Δεν ξεπερνά όμως το τεράστιο ποσοστό του ελληνικού λαού που στηρίζει όχι μόνον από πολιτική ανωριμότητα αλλά και από ιδιοτελή οικονομικά οφέλη όσους κατόρθωσαν να τινάξουν την πάγκα στον αέρα. Και πώς σκεφτόμαστε, όταν για την ικανοποίηση των προσωπικών συμφερόντων κινούμαστε ως σκώληκες τρυπώνοντας εκεί όπου θα ικανοποιηθούν, ή πιστεύουμε πως θα ικανοποιηθεί η τσέπη μας.
Δείτε πώς ψήφισαν στις δύο τελευταίες εκλογές οι κρατούμενοι/ες των φυλακών και οι 80.000 περίπου Ρομά, που καθένας και καθεμιά τους έχουν βαρύ μητρώο. Οι πρώτοι ψήφισαν σε ποσοστό 70% ΣΥΡΙΖΑ. Οι δεύτεροι ισοσταθμικά σε 60-80%. Μη ρωτάτε γιατί. Είναι οι «βελτιώσεις» των ποινικών νόμων και η ατιμωρησία που εκκολάφθηκε στην πρώτη περίπτωση, και τα επιδόματα στη δεύτερη. Καλός φίλος μου είπε κάποτε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Γιατί δεν κόβουν τα επιδόματα στους τσιγγάνους που εγκληματούν εις βάρος μας;».
Εκείνο που εντυπωσιάζει ανέκαθεν είναι ο αδάμαστος κορπορατισμός μας, που στα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια πήρε μορφή επιδημίας χιονοστιβάδας, που καταπλάκωσε τη μισή κι πλέον κοινωνία. Δεν είχες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων; Δεν μπορούσες να γίνεις δημόσιος υπάλληλος, τραπεζικός υπάλληλος, απλός εργάτης ή οδηγός σε δημόσιους φορείς, απλή καθαρίστρια σε υπουργεία, δικαστήρια, νομαρχίες, σχολεία, πανεπιστήμια ή αλλού. Δεν μπορούσες να είσαι ιδιοκτήτης λεωφορείου. Δεν μπορούσες να γίνεις δικαστής, δάσκαλος, καθηγητής στο Γυμνάσιο ή το Πανεπιστήμιο. Ούτε γινόσουν δεκτός στις στρατιωτικές σχολές μέχρι και το ’82. Ακόμα και τους απλούς φαντάρους μέχρι και το ’74, όταν δεν είχαν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τους έστελναν σε ειδικές μονάδες αυστηρής παρακολούθησης από την ΕΥΠ. Εδώ στη Λάρισα, αρχές της δεκαετίας του ’60, είχε γίνει ανέκδοτο το «Papier Rodopoulos». Ήταν τις χρονιές που είχε αρχίσει να λειτουργεί το εργοστάσιο της ΕΒΖ, όπου Γερμανοί κατασκευαστές, που άρχισαν να λειτουργούν δοκιμαστικά το εργοστάσιο, ζητούσαν ειδικό χαρτί από το πολιτικό γραφείο του βουλευτή Λάρισας και τότε Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ροδόπουλου, πρωτοκλασάτου στελέχους της τότε ΕΡΕ. Αυτά και πολλά άλλα καταργούσαν de facto τη Δημοκρατία. Ήταν απλά η νομή της εξουσίας και μέσω αυτής τελικός σκοπός η νομή του εθνικού πλούτου από ένα μικρό κομμάτι της Κοινωνίας. Ψάξτε τον ατομικό πλουτισμό και όχι τα δήθεν ιδεολογικοπολιτικά κίνητρα της ιστορίας αυτής.
Τα φαινόμενα του συντεχνιασμού και του ατομικού ωφελιμισμού εμφανίστηκαν και στη Μεταπολίτευση. Κάθε Κυβέρνηση και τους δικούς της κομματανθρώπους. Κάθε Δήμος και κάθε Νομαρχία τους ανθρώπους του κομματικού σωλήνα. Ωμή προσοδοθηρία δηλαδή. Οι εργαζόμενοι εξάλλου σε Δημόσιους φορείς καθώς είχαν πάντα τη δυνατότητα εκβιασμού της Κοινωνίας, απολάμβαναν διπλάσιους έως και πολλές φορές εξωφρενικούς μισθούς, όπως οι λιμενεργάτες του ΟΛΠ των οποίων μέχρι και πριν λίγα χρόνια ο μέσος μισθός με τα επιδόματα ήταν τετραπλάσιος του ΜΟ των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων. Μονιμοποιήσεις, υπαλληλικές τακτοποιήσεις, ειδικά επιδόματα και άλλες παροχές πάντοτε σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Η εργασιακή ηθική στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού έχει πάει εδώ και χρόνια περίπατο στην Ελλάδα. Για να περιγράψει κανείς την έλλειψή της χρειάζεται ειδική πραγματεία. Υπάρχει κοινός παρανομαστής αυτής της ανωμαλίας. Είναι ο νοσηρός ατομισμός, που προβάλλεται πάντοτε με πολιτικά, ιδεολογικά ή ευρύτερα δήθεν κοινωνικά κίνητρα. Όλα όμως έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Το χρήμα. Στην Ελλάδα το «εμείς» ποδοπατήθηκε από το «εγώ» αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Και η ιστορία συνεχίζεται. Άντε να διορθώσεις μια τέτοια παθογένεια.
Γράφει ο «Όμηρος»
(omhros.el@gmail.com, fb: Ομηρος Ελευθερία)